frear

Για το “Καρμπόν” του Γιώργου Κούβα – γράφει ο Στρατής Χαβιαράς

Γιώργος Κούβας
Kαρμπόν
Εκδόσεις Κίχλη, 2018

«Κανείς δεν καταλαβαίνει ένα καλό βιβλίο αν δεν έχει ζήσει τουλάχιστον ένα μέρος του περιεχομένου του.»

Καρμπόν

Το είπε ο Έζρα Πάουντ και εφόσον η παρατήρηση του αυτή αληθεύει, το μυθιστόρημα του Γιώργου Κούβα, Καρμπόν, σίγουρα θα αναβιώσει ιδιαίτερες οικουμενικές εμπειρίες στους αναγνώστες του. Αμέσως αμέσως έρχονται στον νου απόηχοι ενός άλλου άνω ορόφου στο σκοτεινό πεζογράφημα του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, Νερό. Γιατί όλους νομίζω σε κάποιο φεγγάρι μάς έχουν απασχολήσει οι ανθρώπινοι ή υδραυλικοί θόρυβοι από το διαμέρισμα ακριβώς πάνω από το δικό μας.

Στην περίπτωση του Καρμπόν, ο κύριος χαρακτήρας και πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι ο Άρης Κοντός. Ένας στερημένος, άχαρος μεταξύ σοβαρού και αστείου άνθρωπος που ξαφνικά αποκτά μια ιδιαίτερα αυξημένη αίσθηση ακοής. Χάρις στην οποία τα αυτιά του όχι μόνο πιάνουν φωνές και θορύβους από τα γειτονικά διαμερίσματα. Αλλά σιγά σιγά αρχίζει να βασίζει και τη νέα του ζωή στις ως τώρα αμπαρωμένες πύλες του παραδείσου που ανοίγουν οι ήχοι – πέρα δηλαδή από τις αμελητέες διαστάσεις του δικού του χώρου, της δουλειάς και του υπόλοιπου χρόνου του.

«Η χαρά μου ήταν ανείπωτη, ένα ευχαριστώ δεν αρκούσε», μς εξομολογείται. «Τα είχα καταφέρει περίφημα. Είχα μπουκάρει στο ρετιρέ σαν κύριος! Βρισκόμουν μόνος στον μαγικό χώρο του ζωγράφου. Χοροπηδούσα από ικανοποίηση. Έβγαλα από την τσέπη μου τη φωτογραφική μηχανή και την κρέμασα στον λαιμό μου όπως οι τουρίστες στην Ακρόπολη. Από πού ν’ αρχίσω;»

O Κοντός απολαμβάνει την πολυτέλεια μιας ανεπανάληπτης ψυχικής ανάτασης όταν προοδευτικά οικειοποιείται την ταυτότητα του άλλου, παίρνοντας ρίσκο για το οποίο αργότερα μπορεί να κληθεί να λογοδοτήσει ή ν’ αναθεωρήσει ξανά την πορεία του, αν όχι και την προσωπικότητα του την ίδια. Behavior modification? Αυτόματο, φυσικό και παλίνδρομο. Η αφηγηματική του φωνή, εκμυστηρευτική, χωρίς βέβαια τα φιλοσοφικά αδιέξοδα ενός Ντοστογιεφσκικού Υπογείου. Άλλωστε το διαμέρισμα του Κοντού είναι στον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας. Η άνοδος του στο ρετιρέ είναι γεγονός. Απώτερος σκοπός του, ο έβδομος ουρανός.

«Το σπίτι ακτινοβολούσε πολυτέλεια. Τα αντικείμενα του ζωντάνευαν την εικόνα μιας διαφορετικής καθημερινότητας. Τι κι αν βρισκόταν στο ίδιο οικοδομικό κουφάρι με το δικό μου γκρίζο διαμέρισμα, το ιλουστρασιόν ρετιρέ του Φίλιππου έμοιαζε μακέτα ντιζάιν και πλούτου.»

Ο Άρης Κοντός είναι κοντύτερος από τον Ούλριχ του πρώτου τόμου του Ανθρώπου χωρίς ιδιότητες, του Αυστριακού Ρόμπερτ Μούζιλ, αλλά στέκει αυτάρκης παραδίπλα.

Είναι πολιτικά ντροπαλός ή απαθής σε σύγκριση με τον Νικολάι Καβαλέροβ στο μυθιστόρημα Φθόνος, του Ρώσου Γιούρι Ολέσα, αλλά εξίσου ζηλιάρης και αλλιώς πλήρης σαν αντι-ήρωας.

Κι η εμμονή του να οικειοποιηθεί το «άλλο» μέσα από την ταυτότητα του Φίλιππου Ροδόπουλου, να ζήσει την καλή ζωή, δεν είναι τόσο ζοφερή όσο η «αρρωστημένη φαντασίωση» του ήρωα του δικού μας Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, στη νουβέλα Νερό (Κέδρος, 2011). Μόνο που πάνω στον ενθουσιασμό του, μοιραίο δεν είναι και ο ήρωας του Γιώργου Κούβα να τα κάνει θάλασσα; Το ζήτημα είναι αν θα περπατήσει ή θα πνιγεί στα νερά της. Σασπένς, σασπένς.

«Άνοιξα την εξώπορτα της πολυκατοικίας για να μπει. Ήταν τριαντάρης, φορούσε μαύρο πουκάμισο, ανοιχτό στα τρία τελευταία κουμπιά. Ήταν ξυρισμένος, όμως το πρόσωπό του ήταν τόσο τραχύ που φαινόταν αξύριστος. Δυο μαύρα πηγάδια βάθαιναν γύρω από τα μάτια του.»

Οι θόρυβοι και οι ομιλίες που φθάνουν ως τα τρουλωμένα αυτιά του ήρωα μας από το διαμέρισμα που βρίσκεται ακριβώς πάνω απ’ το δικό του, προοδευτικά γίνονται μέρος μιας δεύτερης ζωής που ως τώρα δεν είχε. Σύντομα, απ’ ό,τι ακούει, ο ενοικιαστής τού άνω διαμερίσματος, ο συνομήλικος του Φίλιππος Ροδόπουλος, είναι Ζωγράφος, οικονομικά άνετος, κοινωνικά δικτυωμένος, bon viver (σούρτα φέρτα κορίτσια και ωραία μοντέλα) – όλα της τέχνης ρόδινα. Ό,τι λείπει από τη ζωή του Κοντού, το απολαμβάνει ο ψηλότερος άνωθεν. Είναι να μην τον ζηλεύει, να μη φαντασιώνεται τον εαυτό του στη θέση του;

«Ξεκλείδωσα την εξώπορτα του διαμερίσματος μου, την άνοιξα διάπλατα, κοίταξα στα μάτια τη Νανά και είπα ‘Καλώς ορίσατε κορίτσια’. Επακολούθησε παύση… που αμέσως διακόπηκε από γέλια. Συγκρατημένα στην αρχή, ξέφρενα στο τέλος. Μα καλά, δεν είχαν έρθει για τη γιορτή μου; ‘Είστε ο κύριος Ροδόπουλος;’ ρώτησε κοροϊδευτικά η πιο τολμηρή.»

Ο Ντόριαν Γκρέι του Wilde θα του έκλεινε το μάτι, νομίζω.

Γιώργος Κούβας

The question, my dear Oscar is: τι θα γίνει στην επόμενη σελίδα του δικού μας Καρμπόν.

Χαρακτήρες: Η ψυχολογία της προσωπικότητας terra firma στις 244 σελίδες τους, οι ήρωες πεσσοί σαν σε παιχνίδι σκακιού, το χέρι που τους κινεί, κλειδώνοντας τη μοίρα τους, αλάνθαστα σίγουρο, πότε δραματικό και πότε ελαφρύ ως ανάλαφρο. Η ειρωνεία χρωματίζει τη γλώσσα μας όχι τρώγοντας, αλλά τραγουδώντας. Όχι στη γραφή, αλλά στην ανάγνωση.

«Σηκώθηκα όρθιος. Ύψωσα το βλέμμα μου και κοίταξα επίμονα το ταβάνι, λες και με την επιμονή θα κατάφερνα να δω μέσα του. Περίμενα το μάννα εξ ουρανού.  Ένα κιχ να έσταζε από ψηλά, θα μου αρκούσε. Ένα βάδισμα. Ένας διακόπτης. Τίποτα…. Ένιωσα σαν το σκυλί που αδημονεί λαχανιασμένο να του πετάξουν το τόπι να τρέξει να το κυνηγήσει.»

Σασπένς. «Η μουσική του τι γίνεται» ασίγαστη ακόμα και στις ώρες της κοινής ησυχίας (Η μουσική σου μας κρατάει ξύπνιους, κύριε Κούβα, θα διαμαρτύρονταν ένοικοι που κοιμούνται και στη δουλειά). Η ένταση στις σελίδες αυτές μειώνεται και αυξάνεται μόνο ανάλογα με το τι αποπειράται ή διακυβεύεται στο μυθιστόρημα μεταξύ των ηρώων, πρωταγωνιστή και ανταγωνιστή, Κοντού και Ροδόπουλου. Πλαισιωμένοι όπως όλοι με μια πλειάδα από απρόβλεπτους πλην βοηθητικούς όπως τους λέμε χαρακτήρες: Μοντέλα όπως η Νανά, ερωμένες όπως η Αγνή, η προσώρας ολίγον έγκυος «Καριερίστα», ο παππούς Αριστείδης που περιμένει τον ενήλικο πλέον ήρωα μας σελίδα τη σελίδα ως το τέλος του έργου, ο κύριος «μπλαβής» και η «κυρία του κουταλιού», ο Μάριος κι ο σκύλος του Μπίγκλ, ο συνάδελφος μεταφορέας επίπλων Τέος.

«Στο Γ1 τα πράγματα ήταν εξίσου ανισόρροπα. Η γυναίκα της διπλανής πόρτας [αυτή είναι η λεγόμενη ‘Καριερίστα’], είχε βγει από τη ρότα της, εξαιτίας της απρόσμενης εγκυμοσύνης…. Εγώ, έτσι που την άκουγα να βαδίζει παραπαίοντας, να σηκώνεται και να κάθεται σαν σούστα, να κάνει κρακ στις αρθρώσεις των δακτύλων της και να τραβάει το καζανάκι κάθε τρεις και λίγο, ευχόμουν να πάρει γρήγορα μια απόφαση, όποια κι αν ήταν αυτή [δηλαδή, αν θα κρατήσει ή όχι το παιδί], μήπως και ηρεμούσε.»

Η γλώσσα και ιδιαίτερα ο τόνος της αφήγησης, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του Κοντού έχει ροή, και η υφή της πρόζας στοχεύει στη μεγάλη εικόνα, αλλά η εμμονή του συγγραφέα στη λεπτομέρεια κερδίζει τον αναγνώστη πέρα απ’ τη «μουσική του τι γίνεται». Από τη μια ενότητα της γραφής στην άλλη, ο πίνακας που ζωγραφίζει ο ήρωας μας, μιμούμενος έναν ζωγράφο που δεν είναι ζωγράφος, μπορεί αργά η γρήγορα να του ανοίξει και την πύλη του έρωτα, ή να τον στείλει στη φυλακή:

«‘Ζωγραφίζεις’; με ρώτησε ευθέως. Ο θάλαμος [του ασανσέρ] ακινητοποιήθηκε. Η Νανά έπρεπε να παραμερίσει για να κατέβω, μα περίμενε απάντηση για να με αφήσει να περάσω. Τι να της απαντούσα; Ταράχτηκα. Μου ήρθε αυθόρμητα: ‘Ζωγραφίζω κρυφακούγοντας’, της απάντησα».

Αλλά όταν το πουγγί του μυθιστορήματος αρχίσει να σουρώνει για να κλείσει, οι τελευταίες ανατροπές στο Καρμπόν μπορεί να βάλουν την καρδιά του αναγνώστη στη θέση της.

Τα κεφάλαια του Καρμπόν, 5 με 6 σελίδες το καθένα, έχουν ροή και διαβάζονται ευχάριστα, από την άποψη ότι ο μυθιστορηματικός αυτός μικρόκοσμος του Γιώργου Κούβα έχει όλα τα συστατικά μιας αληθινής ζωής και μοίρας, αλλά πολύ σωστά, μόνο μέσα από το πρίσμα της τέχνης του λόγου. Οι ενότητες αυτές των κεφαλαίων δομούν πιστεύω ένα αφήγημα πλήρες και απέριττο. Η υπό όρους ταύτιση του αναγνώστη με τον προβληματισμό και τη φιλοδοξία του ήρωα να κατακτήσει την κορυφή, το Έβερεστ, θα διαφοροποιηθεί μόνο αν το μεγαλεπίβολο όραμα του για το βασίλειο του Ροδόπουλου αποδεχτεί φενάκη: ένα πολυτελές φαστφουντάδικο «ουσιών» με το ίδιο όνομα.

Το Καρμπόν όμως δεν είναι κόπια. Και «αν σταθεί κανείς», όπως έγραψε η φίλη καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο, Helen Vendler, «να αναλογιστεί πόσες ικανότητες ή ταλέντα χρειάζεται ένας γνήσιος μυθιστοριογράφος (ταλέντα μουσικής, φαντασίας, ιστορίας, ψυχολογίας, εικαστικών, διάννοιας, μεταφυσικής και ιδιοσυγκρασίας), είναι ένα θαύμα το ότι έστω και μια στις τόσες εμφανίζεται ένας συγγραφέας, ικανός να μας δώσει ένα άρτιο έργο».

Ένας τέτοιος συγγραφέας είναι και ο Γιώργος Κούβας.

Αλλά όπως έγραψε κάποιος άλλος συγγραφέας, μάλλον έχοντας τον εαυτό του ως πρότυπο:

«Ενώ το να σχεδιάζεις να γίνεις καλύτερος άνθρωπος είναι ένας αντιεπιστημονικός φαρισαϊσμός, το να έχεις γίνει πιο βαθυστόχαστος είναι προνόμιο ανθρώπου ο οποίος έχει δοκιμαστεί σκληρά» – Oscar Wilde

 

 

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη