frear

Ο δάσκαλος – του Πέτρου Φούρναρη

Όποτε κάνω βόλτα στον κήπο με τις ξερές τριανταφυλλιές, τα απότιστα δένδρα, θυμάμαι αυτόματα, έστω για λίγο, το δάσκαλο του δημοτικού: έναν άνθρωπο με σφιγμένα πάντα χείλια που άνοιγαν όταν γελούσε χωρίς να συσπάτε ούτε ένας μυς στο πρόσωπό του.

Αυτός ο τραχύς άνθρωπος, που έμενε ένα στενό πιο πάνω από το πατρικό μου, είχε ένα ασίγαστο πάθος για την δενδροκομία και τα κηπευτικά, κι όταν έμαθε πως είχα σπουδάσει την επιστήμη που τόσο αγαπούσε περνούσε συχνότερα από το σπίτι και μου έστελνε χαιρετίσματα με τον πατέρα μου, γιατί εγώ τον απέφευγα συστηματικά. Όταν πάλι τύχαινε να συναντηθούμε και μου ζητούσε συμβουλές για πράγματα που τον ενδιέφεραν, του απαντούσα πάντα μονολεχτικά και κατσούφικα.

Μια φορά, σαν να κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μεταξύ μας, με σταμάτησε καθώς ανέβαινα, κορδώθηκε και με κοίταξε με εκείνο το δεσποτικό του βλέμμα· πίστευε ότι μπορούσε ακόμα να μου επιβληθεί, ας ήμουν πια μεσήλικας.

“Πες μου, Πετράκη”, είπε. “Θυμάσαι τα παρτέρια, τις φιδέτιες, τα γιασεμιά, το αγιόκλημα, που σ’ έστελνα και τα πότιζες τα καλοκαίρια; ”

“Δεν θυμάμαι !” του είπα κι ο πατέρας μου, που στεκόταν πίσω του, γούρλωσε τα μάτια σαν αποδοκιμασία, ότι αυτό που έκανα δεν ήταν σωστό.-δεν μπορούσε να μιλήσει μπροστά του.
Ο δάσκαλος σώπασε για λίγο, σαστισμένος, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Κουνήθηκε λίγο από τη θέση του και συνέχισε απτόητος σαν να μην είχε ακούσει την απάντησή μου.

“Θυμάσαι που έκανα έφοδο τα απογεύματα όταν παίζατε μπάλα στο προαύλιο; Πηδούσατε την μάντρα κι εξαφανιζόσασταν. Αν δεν το έκανα δεν θα διαβάζατε. Γι’ αυτό γίνατε κάποιοι στη ζωή σας και τώρα μπορώ να περηφανεύομαι και για σένα και για τους άλλους.”

Τον κοίταξα στα μάτια ως άνδρας προς άνδρα.

“Δεν θυμάμαι τίποτα”, ξανάπα.

Μέσα μου ξεχείλιζε ο θυμός, η ανάγκη να τον εκδικηθώ για το ξύλο που μου είχε ρίξει, για τις ατελείωτες ώρες αγωνίας που είχα ζήσει περιμένοντας να με σηκώσει στο αδιάβαστο μάθημα, κι ύστερα η δημόσια ταπείνωση, το άνοιγμα της παλάμης, ο κρότος της ξύλινης βέργας πάνω στις φάλαγγες, το τσούξιμο που μετατρεπόταν σε πόνο, να μην κλάψω και γίνω ρεζίλι στα κορίτσια της τάξης. Πως μπορούσε να το λέει και να το πιστεύει πως, “Όσο περισσότερο ξύλο φάτε, τόσο καλύτεροι άνθρωποι θα γίνετε”;

Βέβαια οι αναποδιές της ζωής που ήρθαν μετά, ο πρόωρος χαμός των αγαπημένων, η ματαίωση, η διάψευση του έρωτα, προκαλούσαν ένα άλλον πόνο, πιο επώδυνο και βαθύ, που αν τον συγκρίνεις με τον σωματικό- όσο κι αν προσπαθείς να το αποφύγεις- σε κάνει να χαμογελάς.
Μετανιωμένος για κείνη τη συμπεριφορά μου τον επισκέφτηκα ένα βράδυ στο σπίτι του, δήθεν για να του δώσω μερικά φυλλάδια σχετικά με τις πρόσφατες έρευνες πάνω στην λίπανση των εσπεριδοειδών, και επί τη ευκαιρία του ζήτησα συγγνώμη-αλλά και πάλι με επιφύλαξη. Δεν μπορούσα να συμφιλιωθώ μαζί του γιατί μου προκαλούσε μόνο φόβο.

Κάποτε όμως τον χρειάστηκα το φόβο του, πολλά χρόνια αφότου είχε πεθάνει, και τον προσκάλεσα. Τότε που αναρωτιόμουν καθημερινά τι νόημα είχε το πότισμα των δένδρων ή οτιδήποτε άλλο- έπρεπε να κρατηθώ γερά στα πόδια μου, έστω με το ζόρι.

Το φάντασμά του μπήκε αμέσως μέσα στο σούρουπο, διέσχισε το εγκαταλειμμένο χτήμα και στάθηκε δίπλα μου. Έμοιαζε πιο σίγουρος και αυταρχικός από ποτέ, και μόλις είδε το στεγνό ποτιστικό αυλάκι και το αμφίβολο χέρι μου πάνω στην παροχή του νερού κατάλαβε γιατί τον είχα φωνάξει.

Νόμιζα πως θα με κατηγορούσε, πως θα με μείωνε, όπως συνήθιζε να κάνει όταν ήμουν παιδί. “Θα έπρεπε να ντρέπεσαι που το χτήμα σου είναι σε αυτά τα χάλια” θα μου ‘λεγε:
”Τα χτήματα των γειτόνων, που δεν έχουν νερό σαν το δικό σου, είναι πιο νοικοκυρεμένα ” ή “ Βάλε μια τάξη στη ζωή σου! Τη ρήμαξες κι αυτή όπως τα δένδρα!”. Κι άλλα τέτοια πολλά, που θα με συνέτιζαν. Έπειτα όταν θα ‘βλεπε πως δεν έπαιρνα από λόγια, θα χρησιμοποιούσε βία.

Είχα ξεχάσει όμως πόσο σκληρός άνθρωπος ήταν. Αντί για παραινέσεις, ύψωσε αμέσως πάνω από το κεφάλι μου την αγκαθωτή βέργα —πάντα την κράδαινε πειστικά κι ανυπόμονα δίπλα στο δεξί μηρό του.

“Θυμάσαι;”, φώναξε φουρκισμένος, πιάνοντας την συζήτηση από εκεί που την είχαμε παρατήσει είκοσι χρόνια πριν, πρόθυμος να ραβδίσει το πετσί μου.

Αλλά δεν ένιωσα καμιά απειλή ικανή να με συνετίσει…

“Θυμάμαι”, είπα, τάχα μου φοβισμένος, για να μην τον προσβάλω.

Και πιο πολύ από ντροπή, που τον είχα κουβαλήσει από τόσο μακριά για το τίποτα, άνοιξα, ύστερα από τόσο καιρό, την στρόφιγγα, κι εκείνος βγήκε από το σούρουπο ευχαριστημένος.

Τι τα θες; Επειδή δεν τις μπορώ τις ντροπές, δεν τον ξανακάλεσα. Ακόμα διψασμένα είναι τα χωράφια μου.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη