frear
Hands: dad and daughter

Όλγα – της Αφροδίτης Φραγκιαδουλάκη

Ετών δεκάξι. Ψηλός και λυγερόκορμος. Η ακμή της ηλικίας είχε ακουμπήσει ξώφαλτσα τα μάγουλα και το πιγούνι του. Περπατούσε στητός στην προκυμαία δίπλα στην Όλγα, τη μητέρα του. Τα δάχτυλά του έψαχναν το μπράτσο της. Η θάλασσα τρύπαγε τον ορίζοντα κι όλα γύρω του έπαιρναν τη γεύση μιας ουρανοκατέβατης υγρασίας. Ρουφούσε την αλμύρα, έπιανε τον αέρα με τα χέρια του κι έσπρωχνε αργά τις ακατέργαστες ζωές τους παρακάτω.

Της έμοιαζε. Και καμάρωνε. Όλοι το έλεγαν. Την αγαπούσε περισσότερο από όσο είναι φυσιολογικό να αγαπά κανείς τη μητέρα του. Η σκέψη αυτή δεν έδειχνε να τον απασχολεί. Ίσα ίσα. Του άρεσε.

Όπως του άρεσαν τα καστανά μεταξένια μαλλιά της. Η πονεμένη σκιά στο βλέμμα της όταν του έλεγε να προσέχει. Το άγγιγμά της. Η μυρωδιά της θαλπωρής που ανέδιδαν οι μασχάλες της σαν τον αγκάλιαζε. Η φλέβα στο λαιμό της. Του άρεσε το βήμα της. Βάδιζε σα να ακολουθούσε το μυστικό παράγγελμα της καρδιάς της. Ένα ανεπαίσθητο τικ τακ που τους κρατούσε ενωμένους. Τίποτα δε μπορούσε να παραβγεί την αίγλη της μορφής της. Είχε μια αφύσικα ταλαιπωρημένη ομορφιά που όμως έλαμπε. Και το κυριότερο. Αγνοούσε πόσο όμορφη ήταν. Ή πόσο όμορφη την έβλεπε. Κι ετούτη η αθωότητα την καθιστούσε στο αγορίστικο μυαλό του ισάξια με Αγία. Μόνο που το φωτοστέφανο ήταν φτιαγμένο από ανομολόγητες προσευχές και λαχτάρες. Δικές του.

Ήταν ο άντρας του σπιτιού. Ο άντρας της. Δε γνώρισε πατέρα και ούτε είχε επιθυμία να τον συναντήσει. Του αρκούσε να κοιμάται με τα εσώρουχα στη θέση του στο κρεβάτι. Με τη ψυχή του ολόγυμνη στο πλάι της. Είχε αυτό που ήθελε και αγαπούσε. Εκείνη.

Ετών σαράντα έξι. Ψηλός μα όχι πια λυγερόκορμος. Η βαρύτητα της ηλικίας είχε εγκατασταθεί γύρω από τη λεκάνη του ακριβώς πάνω στο στομάχι. Περπατούσε καμαρωτός στην προκυμαία κρατώντας το λεπτεπίλεπτο χεράκι της Όλγας, της κόρης του.

μεγάλωνε, τόσο περισσότερο της έμοιαζε. Όλοι το έλεγαν. Χαιρόταν. Και την αγαπούσε περισσότερο από όσο ήταν φυσιολογικό να αγαπά κανείς την κόρη του. Μα δεν τον ένοιαζε.

Είχε άλλωστε τα καστανά μεταξένια μαλλιά της. Το βλέμμα με τη γνώριμη σκιά στο βάθος του. Τη μυρωδιά της οικειότητας και της λατρείας. Το ίδιο βήμα. Περπατούσε στο ρυθμό της καρδιάς του. Τίποτα στα μάτια του δε σκίαζε την τελειότητά της. Τη λάμψη μιας μορφής που πάσχιζε να αναδυθεί μέσα από τα άγουρα ακόμα χαρακτηριστικά της.

Ήταν ξανά ο άντρας. Ο άντρας της ζωής της. Δεν είχε αγγίξει τη μάνα της από τότε που ο γυναικολόγος τους ανακοίνωσε περιχαρής πως περιμένουν κόρη. Δεν ένιωθε πλέον καμία επιθυμία να συνευρεθεί με τη γυναίκα του. Τις νύχτες που εκείνη στρεφόταν στην αγκαλιά του την απόδιωχνε. Τραβιόταν μακριά της. Μακριά από οτιδήποτε θύμιζε άγνωστο σώμα, άδειο. Όχι δικό του. Έκλεινε τα βλέφαρα και η μορφή της μητέρας του ήταν κοντά του. Όχι πια χιλιοτσακισμένη μα υγιής και χαρούμενη. Που θα γεννιόταν πάλι.

“Μπαμπά είναι όμορφη η μαμά μου;” ρώτησε άξαφνα η Όλγα καθώς έσκυβε να ρίξει ένα χαλίκι που της τράβηξε την προσοχή με το αλλόκοτο σχήμα του στο νερό.

Η χωρίς κανένα προειδοποιητικό σημάδι απορία τον βρήκε απροετοίμαστο.
“Ναι” είπε μόνο.

“Σαν εμένα;” επέμενε το παιδί κοιτώντας τους ομόκεντρους κύκλους που σχηματίστηκαν με μια της κίνηση στην γαλάζια επιφάνεια.

“Όχι”. Ματαιοπονούσε. Παραμόνευε τις εκφράσεις της για να πάρει ανάσα.

“Πού είναι τώρα;” Το μπλε τον περικύκλωσε.

Για ελάχιστα λεπτά δε μίλησε. Σταμάτησε, την άφησε να προπορευτεί με το χορευτικό της βήμα και έπειτα την άρπαξε στην αγκαλιά του.

“Βλέπεις εκεί τις σκιές στην άκρη της θάλασσας; Είναι τα μαλλιά της. Έγιναν κύματα. Και οι φωνές της θαλασσοπούλια. Δεν υπάρχει.”

Το κορίτσι βούρκωσε. Μα σταμάτησε να ρωτάει. Ο πατέρας ανέπνευσε. Την πίεσε πάνω στην καρδιά του που χτυπούσε ακανόνιστα. Το κορμάκι σφίχτηκε. Της ψιθύρισε, σ’αγαπώ, από όλο τον κόσμο εγώ σ’αγαπώ, μη φοβάσαι και η μικρή χαλάρωσε. Τα χείλη της άνοιξαν. Χαμογέλασε. Ο μπαμπάς της πάντα θα υπάρχει.

“Να προσέχεις μπαμπάκα μου” του ζήτησε. Το μπλε αραίωσε. Ένα πλοίο έδεσε όπως κάθε τέτοια ώρα στην προκυμαία. Ένα τσίμπημα νοσταλγίας μάτωσε το απόγευμα. Εκατοντάδες ξένοι πάτησαν στο λιμάνι. Αδιαφορούσε. Αυτή που αγαπούσε ήταν δική του. Πάλι.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη