frear

Παροδική αστάθεια – της Εύας Μ. Μαθιουδάκη

Φυσούσε, θα φυσούσε πολύ εκεί έξω. Στο δασάκι με τις λεύκες ίσα που θρόιζαν τα φύλλα. Νεαρά φύλλα που τρεμόπαιζαν διαφανή και δαντελωτά στο φως, ίδια κάτοπτρα στον έξω κόσμο. Και φυσούσε πολύ εκεί έξω. Είχε πάρει και σήμερα το φορτηγάκι και είχε αφήσει πίσω του την Αριδαία. Τις λεύκες τις είχε φυτέψει πριν 20 χρόνια. Τότε που γύρισε από το σιδηρούν παραπέτασμα. Σιδηρούν που αποδείχτηκε κι αυτό χάρτινο. Και χαρτί και σπίρτα φτιάχνεις από το ξύλο της λεύκας. «Τι φτιάχνεις»; τον ρωτούσαν.

Είχαν ξεχάσει τα μάτια του, την πατρίδα. Κι όμως είχε γυρίσει. Στα ίδια βαθιά γκριζωπά υγρά χώματα, στις ίδιες απαράλλαχτες μέρες της παιδικής του ηλικίας. Μεγάλα σύννεφα να πετούν ψηλά και που και που η μαύρη νοητή γραμμή που άφηνε πίσω του ένα αυτοκίνητο, με ταχύτητες να ανεβαίνουν νευρικά στον χαλαρό συμπλέκτη. Τα άλογα πήγαιναν πιο γρήγορα ή έτσι τουλάχιστον θυμόταν. Ο λεηλατημένος τόπος είχε ξανανιώσει. Και αυτός πάλι ακριβώς επειδή θυμόταν τα παλιά, το παράκανε. Είχε βάλει να γίνει βαθιά άροση στο χωράφι και ύστερα έπιασε και ο ίδιος το τσαπί και φύτεψε τις λεύκες. Ο ζήλος του υπερβάλλων και ακόμη πιο υπερβάλλουσα η φροντίδα για το πότισμα, μέχρι να ξεπεταχτούν τα νεαρά φυτά που κόντευαν σχεδόν τα 30 μέτρα. Πυκνή δενδροστοιχία για την παραγωγή ξύλου: να εύχεται στην κόρη του, να συγχωρά τα πεθαμένα. Πολλά τα πεθαμένα κι ακόμα περισσότερα τα απελέκητα. Και αυτός βουβός στα καφενεία να ακούει και να προσπαθεί να καταλάβει, να αφουγκραστεί τη νέα του πατρίδα. Μια επανάληψη, μια από τα ίδια. Μόνο που τώρα το περιτύλιγμα ήταν αλλιώς: μάρκες ρουχισμού, ξενόφερτες εκφράσεις και εύκολο χρήμα.

«Εσύ τι φτιάχνεις»; τον ρωτούσαν. Τίποτα δεν έφτιαχνε. Μόνο τα πρωινά πήγαινε και ξάπλωνε στη μέση μέση του χωραφιού με τις λεύκες. Χάμω στο χώμα πάνω σε λίγο πατημένο τριφύλλι να κοιτά τον ήλιο πίσω από τα γκριζοπράσινα φύλλα. Τη σύνταξη του αντιστασιακού του την είχε βγάλει ο δήμαρχος, βαφτιστήρι της μακαρίτισσας την μάνας του που εδέησε και τον θυμήθηκε. Μαζί με το αγροτικό βοήθημα τα κουτσόβγαζε. Κι η χώρα ελλειμματική σε ξύλο. Αυτό τόχε διαβάσει στην Ακαδημία που φοίτησε το πάλαι ποτέ. Κι όμως τόσα δάση είχανε ολόγυρα. Το Μαύρο Δάσος και το φαράγγι «Ράμνο Μπόρ» με τα ολόισια πανύψηλα πεύκα, ίσια σαν λαμπάδες, λαμπάδες ικέτες στα ουράνια.

Σύννεφα και σήμερα και αυτός ο ξαφνικός αέρας που μύριζε καταιγίδα. Είχε ξυπνήσει πολύ πρωί με την έννοια της μοναχοκόρης του. Περίμενε να ξυπνήσει κι όμως αργούσε. Κάποια στιγμή την είδε να διασχίζει το διάδρομο για το μπάνιο με το βλέμμα θολό. Το μπαμπακερό νυχτικό τσαλακωμένο είχε σταθεί στη μέση του μηρού. Δεν τον είδε και οπισθοχώρησε αθόρυβα προς την κουζίνα. Βουβά ετοίμασε και τον καφέ. Είχε πρωινές αναγούλες. Ίδια η μάνα της από το Πάβλογκραντ, Ρούσα την φωνάζανε. Ούτε αρραβώνα δεν είχαν κάνει, ποιος τα κοιτούσε πια αυτά στις μέρες μας; Περαστικός ήταν, τουρίστας Σέρβος που δούλεψε για δυο φεγγάρια στα Λουτρά του Πόζαρ. «Λουτρά Λουτρακίου», τον διόρθωνε η κόρη, αλλά αυτός είχε κάνει προ πολλού φτερά.

«Νεφώσεις παροδικά αυξημένες με τοπικούς όμβρους και σποραδικές καταιγίδες, πιθανώς κατά τόπους ισχυρές στην Ανατολική Μακεδονία και στην Θράκη. Βελτίωση αργά το βράδυ. Η θερμοκρασία δεν θα σημειώσει αξιόλογη μεταβολή», προανήγγειλε η εκφωνήτρια στο ράδιο. Καμία αξιόλογη μεταβολή, όπως και η νέα ζωή που θα ερχόταν και αυτός γέροντας, παππούς σε νέο ρόλο και ευθύνη. Θα τις πουλούσε τις λεύκες, θα τις έδινε όσο όσο, ανάγκες θάχε το παιδί, σκέφτηκε και ανακάτεψε άλλη μια φορά τον καφέ στο μπρίκι.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Claude Monet. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη