frear

Μια ανάγνωση στο μυθιστόρημα της Ζωής Μπόζεμπεργκ «Κόμπος» – γράφει η Χριστίνα Καραντώνη

ΑΠΟ ΚΟΜΠΟΥ ΑΡΧΟΜΕΝΗ

Ζωή Μπόζεμπεργκ Κόμπος, εκδόσεις Στερέωμα, Αθήνα 2018.

Κόμπος, είναι ο τίτλος του μυθιστορήματος της πρωτοεμφανιζόμενης στην Λογοτεχνία, αλλά ήδη ώριμης συγγραφικά, Ζωής Μπόζεμπεργκ, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Στερέωμα. Η λέξη κόμπος ως μετεξέλιξη του αρχαίου κόμβος, δηλαδή «ο συνήθης σφαιροειδής σχηματισμός από το δέσιμο της άκρης σχοινιού, νήματος ή άλλου μακρόστενου αντικειμένου και το σφίξιμο στο σημείο του δεσίματος», σύμφωνα με το λεξικό της Ν.Ε. γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, όχι ο άλλος ο ομόηχος, όχι ως κομπασμός, ως αλαζονεία, αν και ως τέτοιος κάποτε εμφιλοχωρεί στις σελίδες του.

Ποιος ξέρει να δένει κόμπους; Οι πρόσκοποι θα μου πεις. Ή οι ναυτικοί. Δεν υπήρξα ποτέ ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ούτε εγώ ούτε κανένας από την οικογένειά μου. έχουμε παρόλα αυτά ειδίκευση στους κόμπους. Υπάρχει ένας κόμπος που δένεται δύσκολα. θέλει χρόνο, θέλει συνεργασία πολλών παραγόντων – μα όταν τελικά δεθεί, δεν χαλαρώνει με τίποτε. Σφίγγει και καλά κρατεί, από τότε που άλλοι γύρω ήταν μεγάλοι κι εγώ αόρατος. [σελ. 12]

Κομβικής σημασίας, λοιπόν, ο Κόμπος, επιλέγεται, άναρθρος, χωρίς αόριστο ή οριστικό άρθρο να προτάσσεται, χωρίς κανέναν άλλο προσδιορισμό, και για την πολυσημία του, ως τίτλος. Κόμποι, πίσω του, πολλοί. Πρώτος εκείνος που εξαρχής σημαδεύει τη ζωή όλων μας, μετά του ομφάλιου λώρου την κοπή –την απολίνωση, όπως ονομάζουν οι ιατροί– και αποτελεί αφετηρία προς την αυτονόμηση, την αυτονομία. Για τον Άγη, τούτη η πορεία αποδεικνύεται μακρά. Και επίπονη. Αφού υπερισχύουν οι άλλοι κόμποι, αυτοί στους οποίους η οικογένειά του επιδεικνύει επιδεξιότητα φοβερή. Και τρομερή συνάμα.

Οι κόμποι της οικογένειας Στρατούλη, χρονικά προγενέστεροι όσων ακολουθούν, δένονται σφιχτά από τις τέσσερες αδελφές, τη μητέρα του Άγη και τις αδελφές της. Πάνω τους θα προσ-δεθούν οι κόμποι της οικογένειας Ακριβούλη, εκείνης του Άγη, αλλά και των άλλων τριών –τεσσάρων για την ακρίβεια αν προστεθεί και εκείνη του θείου, αδελφού τους –ως υποσυνόλων εντός ενός ασφυκτικού –για τους άντρες μόνο– κλοιού. Όλοι αυτοί οι παράξενοι κόμποι συνθέτουν έναν καμβά νοσηρότητας, μια μικρή, κλειστή, ιδιότυπα μητριαρχική κοινωνία, με εξουσιαστές (γυναίκες) και εξουσιαζόμενους άντρες· μια κοινωνία που αρνείται τόσο εν συνόλω όσο και εν υποσυνόλω όχι μόνο να ασχοληθεί, αλλά και να κοιτάξει οτιδήποτε έξω και πέραν αυτής.

Έπονται οι κόμποι των ηρώων, καθενός ξεχωριστά. Υπό την έννοια ότι, στο βαθμό που ως άτομα, ιδιαίτερες οντότητες, αρνούνται ή αδυνατούν να εξελιχθούν, να προχωρήσουν, να υπερβούν τον στερεότυπο ρόλο που επιτελούν εντός του στενού οικογενειακού πλαισίου, είναι μπλοκαρισμένοι, «δεμένοι», με τον δικό του τρόπο έκαστος. Η συγγραφέας εστιάζει, βέβαια, στον κόμπο του Άγη, ο οποίος είναι και ο μόνος εκ των ηρώων που αποκτά συν τω χρόνω συνείδηση της κατάστασής του. Κατ’ αρχήν, από παιδί ακόμα, βιώνει τον κόμπο στο λαιμό, από όσα τον πιέζουν, τον πνίγουν, αλλά και όσα πνίγει, συναισθήματα, σκέψεις, που θάβει εντός. Έπειτα τον κόμπο που τον δένει, σαν ομφάλιος λώρος που ακόμα δεν έχει κοπεί, ως εξάρτημα στη ζώνη κυριαρχίας της μάνας κύρια, της αδελφής, αλλά και των άλλων γυναικών της οικογένειας. Τον κόμπο, τέλος, που τον εμποδίζει να αισθανθεί και να συναισθανθεί, να αντιδράσει και να δράσει, να ζήσει όπως πραγματικά θα ήθελε· τον κόμπο που τον καθηλώνει σ’ ένα βίο μη βιωμένο, αβίωτο τελικά.

Η συγγραφέας συστήνει στον αναγνώστη τον Άγη στο πρώτο κεφάλαιο, μέσα από την εικόνα που σχηματίζει γι’ αυτόν ένα ζευγάρι γιατρών, η Βάλια και ο Αντώνης, νέοι ενοικιαστές σ’ ένα διαμέρισμα της Θεσσαλονίκης, ιδιοκτησίας Σοφίας Ακριβούλη, αδελφής του Άγη. Στο κεφάλαιο αυτό, όπως και στα άλλα πέντε που παρεμβάλλονται στον μονόλογο-αφήγηση του Άγη, ένας τριτοπρόσωπος αφηγητής –που δεν είναι όμως η περίπτωση του παντογνώστη– με εσωτερική εστίαση και οπτική γωνία συγκλίνουσα προς εκείνη του ζεύγους, καταγράφει την αρχική γνωριμία των τριών, τη φιλική σχέση που η Βάλια και ο Αντώνης ανέπτυξαν με τον Άγη και την επί τρία χρόνια σύντροφό του Φοίβη, αλλά και τους προβληματισμούς και την ανησυχία που τους γεννώνται για την προσωπικότητα, την συμπεριφορά και τα προβλήματα του φίλου τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, με τα έξι διακριτά, αριθμημένα εντός αγκυλών κεφάλαια, η Μπόζεμπεργκ επιδιώκει και επιτυγχάνει να φωτίσει τον μονόλογο του Άγη, την ιστορία του, από μια άλλη, πιο αντικειμενική οπτική γωνία. Το ότι επιλέγει ένα ζευγάρι με το συγκεκριμένο προφίλ, διόλου δεν είναι, βέβαια, τυχαίο. Και οι δυο διαθέτουν αφενός χαρακτηριστικά που τους επιτρέπουν να συνδεθούν φιλικά με τον Άγη, αφετέρου το επιστημονικό υπόβαθρο (η Βάλια περισσότερο) να παρατηρούν σε βάθος και να ερμηνεύουν αντιδράσεις και συμπεριφορές τόσο του φίλου τους, όσο και των μελών της οικογένειάς του.

Εξ αρχής, λοιπόν, ο Άγης, σε αντιδιαστολή με την αδελφή του, στα μάτια του ζεύγους των ιατρών, είναι συμπαθής, ενδιαφέρων, ξύπνιος. Η αρχική εικόνα, με τη συναναστροφή εμπλουτίζεται: ευφυΐα, ευστροφία, χιούμορ, ορθολογισμός, ευαισθησία, φιλικότητα είναι αρετές που σίγουρα τον χαρακτηρίζουν. Αλλά και μια αμφιθυμία και δύο όλως διόλου διαφορετικές μορφές-εκδοχές γέλωτος, που εύλογα εμπνέουν ανησυχία.

Στα υπόλοιπα 19 κεφάλαια (πλην των 6 εν συνόλω εμβόλιμων που προαναναφέρθηκαν), ξεδιπλώνεται ο μονόλογος-αφήγηση του Άγη. Κεντρικός άξονας της αφήγησης ο κόμπος, οι κόμποι ως αιτιατό και ως αίτιο και για τον μονόλογο και για τα αδιέξοδα που βιώνει ο ήρωας-αφηγητής. Για τον αβίωτο βίο του. Ως αποτέλεσμα, ο κόμπος του Άγη είναι το προϊόν της αλυσίδας των κόμπων της οικογένειάς του. Με κομβικό εκείνον της μάνας. Ως αιτία ευθύνεται για την αδυναμία του να δώσει λύση, να τον λύσει, να νοηματοδοτήσει τη ζωή και την ύπαρξή του. Ευθύνεται και για τον μονόλογο- απολογισμό. Πρόσωπα, γεγονότα, περιστατικά, εμπλέκονται κατά κύριο λόγο για να φωτίσουν το τι, το πώς, το ότι, το διότι δηλαδή.

Η αφήγηση συντελείται με διαρκή ροή, ακολουθώντας μια χαλαρού τύπου γραμμικότητα, ενσωματώνοντας ωστόσο ανάδρομες αφηγήσεις, όταν και όπου κρίνεται αναγκαίο να φωτιστούν οι αιτιώδεις σχέσεις ή να ενισχυθεί η ορθότητα μιας κρίσης. Οι ρηματικοί τύποι σε ενεστώτα υποδηλούν το διαρκώς παρόν ως επαναλαμβανόμενο. Αλλά και σε ιστορικό ενεστώτα κάποτε, αποτυπώνουν την έντονη παρουσία των ήδη συντελεσμένων στο παρελθόν. Σε συναισθηματική φόρτιση αρχικά, ο αφηγητής τιθασεύει σταδιακά σκέψη και συναίσθημα, επιβεβαιώνοντας την εκτίμηση των φίλων του περί του ορθολογισμού και της ευφυΐας του. Τα επίθετα με φειδώ, χρησιμοποιούνται για να αποδώσουν με ακρίβεια χαρακτηριστικά, ποτέ ως κοσμητικά. Τα ουσιαστικά, επίσης, έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού ο αφηγητής, λέκτορας της Φιλοσοφίας, γνωρίζει πολύ καλά την βαρύτητα των εννοιών σε κάθε απόπειρα διατύπωσης κρίσης περί της πραγματικότητας.

Ποιος όμως ο αποδέκτης της αφήγησης; Σε ποιον απευθύνεται μονολογώντας ο Άγης; Εις εαυτόν, θα μπορούσε να είναι η απάντηση. Να υποθέσουμε δηλαδή ότι πρόκειται για έναν εσωτερικό μονόλογο-απολογισμό, στον οποίο προβαίνει λίγο πριν τη λύση, την όποια λύση προαναγγέλλει ο ομώνυμος τίτλος του τελευταίου κεφαλαίου. Αν όμως επρόκειτο γι’ αυτό, ή μόνον γι’ αυτό, τότε δεν θα χρειάζονταν οι αναλυτικές περιγραφές και πληροφορίες γύρω από κάθε πρόσωπο της ευρύτερης οικογένειας και η σύνοψη της ζωής ενός εκάστου. Θα μπορούσε, τότε, αποδέκτης να είναι ο ψυχαναλυτής του ήρωα, με τον οποίο έτσι κι αλλιώς έχει τακτικές συνεδρίες. Τότε, όμως, δεν θα υπήρχαν οι σε γ΄ πρόσωπο αναφορές γι αυτόν. Ποιος λοιπόν ο αποδέκτης; Ο δυνάμει άλλος, θαρρώ, ακόμα και ο εαυτός ως άλλος, ο εν δυνάμει ακροατής –που γίνεται εν τέλει αναγνώστης– όποιος θα μπορούσε να συν-αισθανθεί, να κατανοήσει σε βάθος, να τον αποδεχθεί. Ο απών άλλος, οι απόντες άλλοι –συμβαδίζει με το β΄ πληθυντικό που χρησιμοποιεί όταν απευθύνεται στον δέκτη– καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του Άγη και με δική του ευθύνη. Αφού ποτέ, και όταν δόθηκαν οι ευκαιρίες, με τη Φοίβη για παράδειγμα, δεν θέλησε. Ή μάλλον δεν μπόρεσε.

Διαμορφωμένος, καθορισμένος από τις εμπειρίες και τα βιώματα της παιδικής ηλικίας, στερημένος από αγάπη, ωσεί απών, αόρατος, αδυνατεί να προσεγγίσει συναισθηματικά τους άλλους, να νιώσει και να εκφράσει συναισθήματα, να αγαπήσει. Κυρίως όμως τον εαυτό του. Έτσι, ακόμα και στον μονόλογό του, δεν αναφέρεται σε συναισθήματα, υπό την έννοια ότι σχεδόν ποτέ δεν τα κατονομάζει. Ό,τι με μεγαλύτερη ακρίβεια αποτυπώνει τον εσωτερικό του κόσμο είναι η λέξη «κόμπος». Περιγράφει, λοιπόν, τα πρόσωπα του περιβάλλοντός του, εκείνα που τον καθόρισαν, και τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά και αυτά του χαρακτήρα τους, αφηγείται τα σημαντικότερα –ή τα πλέον ενδεικτικά για την συγκρότηση της προσωπικότητάς τους γεγονότα– και περιστατικά της δικής του ζωής, που εξηγούν την κατάσταση του κόμπου. Από την απόσταση του θεατή, αφού εξάλλου έτσι αισθανόταν σε όλη του τη ζωή, θεατής. Με τον τρόπο που προσιδιάζει σ’ έναν ευφυή, καλλιεργημένο, με χιούμορ άνθρωπο. Χωρίς περιττούς καλλωπισμούς, εξιδανικεύσεις, αλλά και χωρίς απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, με όσην αντικειμενικότητα δηλαδή επιτρέπει η εμπλοκή του ως ενδοδιηγητικού ήρωα με ευαίσθητο ψυχισμό. Αυτή, θεωρώ, ότι είναι και η μεγαλύτερη αρετή του μυθιστορήματος, η μεγαλύτερη επιτυχία της Μπόζεμπεργκ: η ηθοποιία, με το περιεχόμενο που η λέξη έχει στην αρχαιοελληνική γραμματεία: τη δημιουργία χαρακτήρων.

Η μάνα έχει τη μερίδα του λέοντος στο μυθιστόρημα. Όπως και στη ζωή του Άγη. Ανάλογος με τον χώρο που κάθε ήρωας καταλαμβάνει στη ζωή του, είναι και ο χώρος που καταλαμβάνει στην αφήγηση: ο πατέρας, η αδελφή, η Φοίβη, οι θείες, οι εξαδέλφες, οι άλλοι άντρες συγγενείς. Οι λιγοστοί φίλοι και γνωστοί, κάποιοι καθηγητές στο σχολείο και το Πανεπιστήμιο, ελάχιστο. Κυριαρχούν οι αρνητικοί χαρακτήρες, εφόσον αυτοί ευθύνονται για τον κόμπο. Οι θετικοί, επειδή η επίδρασή τους είναι μικρή, συρρικνώνονται στα τελείως απαραίτητα και μάλλον εξυπηρετούν τη σύγκριση και αντίθεση με τους άλλους. Ακόμα και η εκτενέστερη αναφορά στη Φοίβη δεν γίνεται για να φωτιστούν όλες οι πλευρές της, αφού για το σύνολό τους δεν ενδιαφέρεται ο Άγης προσωπικά. Γίνεται μόνο για να δείξει ο ίδιος, συγκρινόμενος με εκείνην, την αδυναμία του να δεχθεί το φως στη ζωή του. Κι αυτό σφίγγει περισσότερο τον μέσα του κόμπο και συμπιέζει προς τα κάτω τα όποια ίχνη αυτοεκτίμησης μπορούσε να διαθέτει. Όλα, εν τέλει, στο μυθιστόρημα, εξυπηρετούν ή υπακούουν στον κόμπο, στους κόμπους.

Οι περιγραφές εστιάζουν κυρίως στα πρόσωπα. Έπονται οι εσωτερικοί χώροι, με το εξοχικό στο Λιτόχωρο να έχει την πρωτοκαθεδρία, έναντι ακόμα του πατρικού της Θεσσαλονίκης. Γιατί εκεί, τα καλοκαίρια, έσφιγγε ασφυκτικά το σχοινί. Οι περιγραφές εξωτερικών χώρων, τόπων και τοπίων, απουσιάζουν. Αφού ο Άγης ομολογεί πως σχεδόν δεν μπορεί να τα δει. Συγκλονιστική χαρακτηρίζει ο ίδιος την εμπειρία του, όταν η Φοίβη του δείχνει σταγονίτσες βροχής πάνω σ’ ένα μαλακό φυλλαράκι σ’ ένα θάμνο έξω από το σπίτι του στο Παρίσι. Θα ομολογήσει, σχετικά:

Ουσιαστικά ήταν η πρώτη φορά που «έβλεπα αληθινά» κάτι έξω από εμένα, επιτρέποντάς του ταυτόχρονα να «μπει» μέσα μου, να γίνει ψυχικό γεγονός. Δεν είναι ο φυσικός κόσμος, όπως νόμιζα ως τότε, κάτι που ο άνθρωπος παρατηρεί και εκμεταλλεύεται, δεν είναι ένα σύμπαν ξέχωρο από μένα ώστε να είναι θέμα επιλογής το αν θα ενδιαφερθώ ή θα αδιαφορήσω πλήρως γι’ αυτό. Δεν είμαι δηλαδή εγώ εδώ κι ο φυσικός κόσμος απέναντι ή, ακόμα χειρότερα, πιο χαμηλά από μένα. Προπάντων, δεν είναι κάτι για το οποίο μπορώ δικαιωματικά να αδιαφορώ, όπως έκανα πριν, αφού δεν είναι κάτι ξένο προς τον εαυτό μου, αντίθετα, τα κύτταρά μου είναι φτιαγμένα από το δικό του υλικό. [σελ. 155]

Καμιά, λοιπόν, περιγραφή της Θεσσαλονίκης, της πόλης του Άγη, του Παρισιού (των χρόνων του διδακτορικού) της επαρχιακής πόλης στο Πανεπιστήμιο της οποίας εργάζεται, μια πολύ βιαστική εικόνα του Ψαθοπύργου από εκδρομή της παρέας των τεσσάρων στην Πάτρα και μια λίγο πιο εκτενής μνεία στην χωροταξία του Λιτόχωρου, όλα κι όλα τα εξωτερικά πλάνα που βρίσκουμε.

Τα καθαρά διαλογικά μέρη, από την άλλη πλευρά, τα συναντούμε είτε στα αριθμημένα κεφάλαια όπου ο τριτοπρόσωπος αφηγητής παραθέτει τις συζητήσεις μεταξύ Βάλιας και Αντώνη, κάποτε και της Φοίβης, είτε σ’ εκείνα που καλύπτουν την περίοδο του Παρισιού και την εκδρομή στην Πάτρα. Στα υπόλοιπα κεφάλαια, ενταγμένα στον αφηγηματικό μονόλογο του Άγη, οι «διάλογοι» αποτελούν μέρος των όσων διαμείβονται εντός του κλοιού των οικογενειών Στρατούλη-Ακριβούλη και καταδεικνύοντας ότι ουσιαστικός διάλογος δεν υφίσταται, είτε αποτελούν εγκιβωτισμένες ανάδρομες αφηγήσεις-μονολόγους των ηρώων που φωτίζουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τη ζωή τους, είτε, τους παρέχουν άλλοθι. Σε όλες, πάντως, τις περιπτώσεις, παρατίθενται για να σχολιαστούν από τον αφηγητή-Άγη και να συμπληρώσουν ψηφίδες στο μωσαϊκό των κόμπων.

Θα μπορούσε, εύλογα, να αναρωτηθεί κάποιος, ποιο το ενδιαφέρον για τον αναγνώστη να εισχωρήσει στα άδυτα μιας τόσο ιδιόμορφης οικογένειας, στον ψυχισμό ενός ήρωα που αποκλίνει από το σύνηθες. Τόσο η ζωή, όσο και η λογοτεχνία, θα απαντήσω, είναι γεμάτη ιδιάζουσες περιπτώσεις. Ούτε η μία ούτε η άλλη νομιμοποιούνται μόνον όταν καλύπτουν το θεωρούμενο ως σύνηθες ή κανονικό. Εστιάζοντας στο ιδιαίτερο, το ξεχωριστό, έχουμε τη δυνατότητα να κατανοήσουμε περισσότερο την ποικιλομορφία εν γένει. Να σκύψουμε σε περιπτώσεις-συμπεριφορές κάπως σκοτεινές ή σύνθετες. Έπειτα, πολύ ενδιαφέρον στοιχείο του συγκεκριμένου μυθιστορήματος αποτελεί το ότι δεν ασχολείται με το κοινωνικό περιθώριο, το αντίθετο, φωτίζει τις λεπτές αποχρώσεις των ανθρωπίνων σχέσεων εντός ενός κοινωνικού πλαισίου απολύτως «κανονικού» στα μάτια των περισσότερων. Έρχεται, μάλιστα, να κλονίσει στερεότυπα, περί του συνήθους, του κανονικού, του φυσιολογικού. Εγείρει λοιπόν ερωτήματα και προβληματισμούς για το εάν και κατά πόσο η ελληνική οικογένεια είναι προστατευτική και υποστηρικτική στα νεαρά μέλη της, εάν η μητρική αγάπη είναι σε κάθε περίπτωση δεδομένη, εάν κάθε ιδεολόγος αριστερός είναι στην καθημερινότητά του ανιδιοτελής, αν σεβόμενος κάποιος τον Άνθρωπο σέβεται και κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, αν η άσκηση εξουσίας απορρέει από την κατοχή υψηλού αξιώματος και μόνον, αν οι πανεπιστημιακοί είναι πνευματικοί άνθρωποι, αν η ζωή είναι a priori δώρο και ούτω καθεξής.

Ένα μυθιστόρημα έχει εν τέλει πραγματικό ενδιαφέρον αν εγείρει γνήσια αισθητική-λογοτεχνική συγκίνηση, αν εμπίπτει στη λογοτεχνία και όχι σε οτιδήποτε έξω ή πέρα από αυτήν. Κάτω από αυτή την οπτική, ο Κόμπος παρουσιάζει πραγματικά ιδιαίτερο λογοτεχνικό ενδιαφέρον. Αν ήταν, πάντως, ταινία –γιατί θα μπορούσε κάλλιστα να κινηματογραφηθεί– θα ήταν από εκείνες τις μαυρόασπρες, του Ιταλικού νεορεαλισμού.

Χριστίνα Καραντώνη

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Jerry Uelsmann. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη