frear

Για τις «Μαγικές ιστορίες του Δον Ντομίνγκο» του Γιάννη Πάσχου – γράφει η Άσπα Χασιώτη

Γιάννης Πάσχος, Οι μαγικές ιστορίες του Δον Ντομίνγκο, εκδ. Περισπωμένη, Αθήνα 2017.

Τις Μαγικές ιστορίες του Δον Ντομίνγκο τις διάβασα στο αεροπλάνο Θεσσαλονίκη – Αθήνα. Η πρώτη μου αντίδραση: Ανυπομονούσα να τις ξαναδιαβάσω, να μυηθώ στον κόσμο τους, να αφουγκραστώ τα μυστικά τους, να κολυμπήσω στα βαθιά τους νοήματα, στα αχαρτογράφητα νερά τους. Η ανάγνωσή τους είναι μια πολλά υποσχόμενη λογοτεχνική εμπειρία.

Από την πρώτη σελίδα, το μότο του Αλμπέρ Καμύ «Ούτε το πραγματικό είναι ολότελα λογικό ούτε το λογικό ολότελα πραγματικό» αποκαλύπτει την πρόθεση του συγγραφέα να αντιπαρατεθεί με την πραγματικότητα, να την αιφνιδιάσει, να την πιάσει στον ύπνο, «να τη διανύσει από τον πιο σύντομο δρόμο», να πάει να τη συναντήσει «από δρόμους και μονοπάτια που είναι αφύλακτα ή που άλλος νομίζει ότι είναι καλά φυλαγμένα και ότι κανείς δεν θα τολμήσει να διαβεί». Θέλει να την ξεσκεπάσει την πραγματικότητα ο Γιάννης Πάσχος, να την αποκαλύψει, να την εκθέσει. Εκθέτει «αναμνήσεις, νοσταλγίες, φόβους και όλες τις αγάπες, τα διαμάντια της αλλοφροσύνης και των άγραφων επιθυμιών και πόθων, στο άπλετο φως της αυγής μιας ηλιόλουστης έμπνευσης». Και βρίσκει τον πιο κατάλληλο ήρωα, για να αναλάβει αυτόν τον ρόλο, τον Δήμο και κατά κόσμον Δον Ντομίνγκο, έναν αλλόκοτο, έναν αλλοπαρμένο, όπως και οι ιστορίες του, έναν σαλό, «ο οποίος ενσαρκώνει την ύστατη αυταπάρνηση, την πλήρη απέκδυση του εαυτού του», όπως εύστοχα παρατηρεί η Κατερίνα Σχινά.

Ο Δήμος «εμφανίστηκε στη γειτονιά από το άγνωστο. Σαν να ’πεσε από τον ουρανό, σαν να γεννήθηκε από το τίποτε». «Γράμματα δεν έμαθα με τον τρόπο που μαθαίνουν οι άλλοι, εγώ κατάπια αισθήματα και εικόνες», μας εξομολογείται σε μια από τις ιστορίες του και συνεχίζει «κάποια στιγμή αποφάσισα ότι ο μόνος τρόπος για να αποδράσω από τη μετριότητα των άκαρπων και άτυχων συναισθημάτων… ήταν να προσαρμόσω την κλίμακα της καρδιάς μου, ώστε να ανιχνεύει μονάχα τα συναισθήματα υψηλής ευαισθησίας και ιδιαίτερης βαρύτητας, όπως ο φλογερός έρωτας ή το απύθμενο μίσος».

Ο Δήμος συνήθιζε να αφηγείται ιστορίες, όπου στεκόταν, στα καφενεία και στα μαγαζιά, κι άλλες ακόμη, ανεξιστόρητες, που κληροδότησε στους ανθρώπους της γειτονιάς μετά τον θάνατό του, μαζί με τις φωτογραφίες τους, σκηνοθετημένες όπως κανείς δεν θα τολμούσε να τις παρουσιάσει. Είναι ιστορίες που «απάλυναν τις ψυχές των ανθρώπων και τις γέμισαν με τον μύθο, το παιχνίδι και την αστείρευτη επιθυμία για ανατροπή».

Ο Δήμος έβλεπε ό,τι δεν έβλεπαν οι άλλοι ακόμη και τα λόγια των ανθρώπων, «των ανθρώπων τα όνειρα, τις φευγαλέες σκέψεις τους, τους εφιάλτες και τους σπαραγμούς». Διέκρινε και τις πιο λεπτές αποχρώσεις του συναισθήματος και προέβλεπε «την πορεία κάθε εικόνας πριν διαμορφωθεί, κάθε ελπίδας πριν διαλυθεί, κάθε φιλοδοξίας, πριν γίνει κρεμάλα και αποσυντεθεί». Έβλεπε όλα εκείνα που, όπως λέει και ο Παπαδιαμάντης στο «Άνθος του γιαλού», «κανείς δεν τα βλέπει πια παρά μόνον όσοι ήταν καθαροί τον παλαιόν καιρόν και οι αλαφροΐσκιωτοι στα χρόνια μας».

Ένας αλαφροΐσκιωτος ήταν κι ο Δήμος και δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς. Ίδιον άλλωστε των παραμυθάδων είναι αυτό, το αλλοπαρμένο, το διαφορετικό. Έτσι του επιτρέπεται να ομολογεί τα ανομολόγητα, να τολμά και τις πιο τολμηρές λεκτικές ακροβασίες, να αγνοεί τα πειράγματα και τα σχόλια και απτόητος να συνεχίζει το έργο του, να λέει δηλαδή τις μεγαλύτερες αλήθειες μέσα από τα μεγαλύτερα ψέματα. Να προσεγγίζει το οικείο μέσα από το ανοίκειο, το πιθανό μέσα από το απίθανο, το ορατό μέσα από το αόρατο.

Οι ιστορίες του δεν λογαριάζουν σύνορα, δεν μπαίνουν σε καλούπια, δεν σταματούν πουθενά. Δεν υπακούουν σε νόρμες. Ταξιδεύουν και μας ταξιδεύουν με όχημα τη φαντασία. Μας καλούν να κολυμπήσουμε στα λόγια τους, να απολαύσουμε τη μαγεία της ποίησής τους. Οι λέξεις τους μεταμορφώνονται σε εικόνες μαγικές και τρισδιάστατες που εναλλάσσονται όπως στο view master, συναρπάζουν και αναστατώνουν τον αναγνώστη. Δεν ενδιαφέρει τόσο τον συγγραφέα να γίνουν κατανοητές οι ιστορίες του… ούτε τον ενδιαφέρει να αποδείξει κάτι ούτε να πείσει κάποιον. Αν τον ενδιέφερε σε άλλα μέσα θα κατέφευγε.

«Το μεγάλο του χάρισμα είναι ότι κολυμπά μέσα στα λόγια των ανθρώπων… Κάνει βουτιές και ξεσηκώνει από τον βυθό λέξεις ξεχασμένες και τις πετά στο τραπέζι, για να τις πάρει όποιος θέλει και να φουντώσει η συζήτηση… Ήρεμος, με μεγάλες απλωτές, διασχίζει τους ωκεανούς, ενώ οι συνομιλητές του σκοτώνονται να πείσουν ο ένας τον άλλο για το δίκιο τους». Εκείνος, άλλωστε, όπως μας λέει, πιστεύει ότι αυτό το κολύμπι «είναι μεγάλη θεραπεία και παρηγοριά», όπως άλλωστε και το κολύμπι στα νάματα της λογοτεχνίας…

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Εικόνα: Thomas Barbey.]

Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη