frear

Αριστεία – του Γιάννη Μπαλαμπανίδη

Περηφανεύομαι ότι στην ορθογραφία παιδιόθεν ήμουν καλός. Σπανίζανε οι διορθώσεις με κόκκινο στυλό στα μαθητικά γραπτά μου, λέξεις σαν την «οιμωγή» ή άλλες όπως το ρήμα «επιδαψιλεύω», ας πούμε, ποτέ δεν μου στάθηκαν εμπόδιο. Η διαφορά ανάμεσα στην «εξάρτηση» και την «εξάρτυση» ήταν για μένα πάντοτε ξεκάθαρη, κι ούτε ποτέ με δυσκολέψαν τύποι όχι και τόσο σύγχρονοι σαν το «εμφωλευμένος» ή το «φίλερις», το «ελλόγιμος» και το «κρηπίδωμα».

Αναγκάζομαι να τα διευκρινίσω όλα αυτά από μια μύχια τύψη που ελλοχεύει κάπου στα βάθη του νου. Γιατί παρότι από τα μικράτα μου διαφαίνοταν η πορεία μιας ζωής ορθογραφημένης στην εντέλεια, υπάρχει ένα γεγονός που μπήγεται σαν καρφί στην ακύμαντη επιφάνεια. Ένα μικρό κι ασήμαντο ψεγάδι, που κανείς δεν το θυμάται πια, ούτε κανέναν είχε ποτέ στ’ αλήθεια πολυσκοτίσει, κι άλλος κανείς δεν βασανίστηκε ποτέ εξαιτίας του παρά μονάχα εγώ. Πληγή που καίει από καιρό σε καιρό, φλογίζει και πυρώνει, τώρα δα, αυτή τη στιγμή που κλείνω πίσω μου την πόρτα του μικρού αρτοζαχαροπλαστείου που διατηρεί ο παλιός μου συμμαθητής Κώστας Ωραιόπουλος στην πλατεία Επταλόφου, στις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης.

Είχα χρόνια να τον συναντήσω, δεν γνώριζα καν ούτε κι αναρωτήθηκα τι να ’χει απογίνει στη ζωή του, ώσπου τυχαία βρέθηκα εδώ ψάχνοντας κάτι πρόχειρο να φάω καθώς περπατούσα μέσα στο βορινό κρύο και την υγρασία που έχω ξεσυνηθίσει πια τόσα χρόνια στα νότια κλίματα. Δεν με θυμήθηκε κι ούτε κι εγώ του έδωσα σημάδι γνωριμίας, παρότι καταλάβαινα από τη φωτεινή επιγραφή απέξω σε τίνος το μαγαζί με είχαν φέρει, τύχην όλως, τα παγωμένα μου βήματα.

Κι αν, τόσα χρόνια μετά, τα αναμφιβόλως ακηλίδωτα γραπτά μου χαρίσανε σε μένα μια κάποια δόξα, μιαν ορισμένη άνεση και έναν τρόπο τελοσπάντων ανάμεσα στους ανθρώπους, το μέσα μου δεν παύει να στοιχειώνεται από τον ίσκιο του Κώστα Ωραιόπουλου, που απειλεί, στη φαντασία μου και μόνο, να αποκαλύψει την τραγική απάτη όπου είμαι δοσμένος, μια αγυρτεία παιδική που όμως για αυτήν θα μου άξιζε του κόσμου όλη η καταφρόνια και η δική μου θα ταίριαζε αιδήμονα σιωπή.

Γιατί θα αρκούσε την περιωπή μου να κλονίσει αν μάθαινε το κοινό ότι μια μέρα, στην ηλικία των έντεκα ετών, στον ετήσιο διαγωνισμό ορθογραφίας που διοργάνωνε ο δάσκαλος Νικόλαος Μαρκίδης, στην πέμπτη τάξη του 12ου δημοτικού σχολείου Αμπελοκήπων, τμήμα Ε2, είχαμε φτάσει στην τελική αναμέτρηση εγώ, τι πράγμα αλήθεια πιο φυσικό, και ο Κώστας Ωραιόπουλος, ποιος δαίμονας θα το περίμενε, ο απροσμάχητος κατά τα άλλα τερματοφύλακας της τάξης, κι ενώ εγώ, εγώ που κάθε χρονιά εκέρδιζα το έπαθλο με άνεση και ως εκ τούτου με μια άλφα κομψότητα, αλλά ας μην το παινευτώ, τα είχα βρει μπαστούνια στον τελευταίο γύρο με τη λέξη «Πελοπόννησος», άραγε να ’τανε με δύο νι ή δύο σίγμα, ώσπου ο δάσκαλος, περνώντας ανύποπτα πίσω απ’ την πλάτη μου, μου σφύριξε κλεφτά «δύο νι» κι εγώ χωρίς περίσκεψη καμία, χωρίς αιδώ, σημείωσα στον πίνακα με κιμωλία το ορθό και κέρδισα νίκη περηφανή μα που για χρόνια θα με καταδιώκει σαν ερυνεία. Γιατί, αλήθεια, τι θα είχαμε άραγε απογίνει κι εγώ κι ο πορτιέρο Κώστας Ωραιόπουλος άμα δεν είχα με οφσάιντ, που δεν σφυρίχτηκε ποτέ, παραβιάσει τα γκολπόστ του; Θα’μουνα άραγε εγώ σαν άρχοντας που εξέπεσε, από θεούς κι ανθρώπους μισημένος, κι εκείνος ένδοξος μες στους αιώνες, ορθόφρων και ακέραιος;

Όπως και να’χει, πάει, έγιναν αυτά, και πίσω δεν γυρίζουν. Μόνο από ένα χρέος μυστικό, που μοναχά εγώ κατέχω την αιτία του, να γράψω αρμόζει μια θρηνητική, στεναχτική μπαλάντα στους ορθογράφους άδοξοι που είναι, κι έτσι να ομολογήσω το σκληρό ερώτημα που με βαραίνει όσα χρόνια και αν περάσουν. Πόσοι χαμένοι διαγωνισμοί χρειάζονται άραγε, πόσα ξεγελάσματα και μικροαπάτες, πόσα λάθη ανεπαίσθητα και τι χειρονομίες δίχως υπολογισμό, για να στραβώσει ενός ο βίος και άλλου να βγει ίσιος σαν ευθεία γραμμή τετραδίου ορθογραφίας;

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη