frear

Περί ονομάτων βαφτιστικών – της Τασούλας Γεωργιάδου

Με τα ονόματα έχουν γίνει ομηρικοί καυγάδες, από παροδικές παρεξηγήσεις μέχρι διαζύγια. Πώς θα πούμε το παιδί; Το όνομα της μιας ή της άλλης γιαγιάς· του παππού από το μέρος του μπαμπά ή από της μαμάς· του Άγιου που το έταξε (!) η εγκυμονούσα να το φυλάει να βγει γερό, όπως προς τιμήν του Άγιου Στυλιανού προστάτη των παιδιών, Ευαγγελία για τη Μεγαλόχαρη της Τήνου και πάει λέγοντας.

Μεγάλη πέραση έχουν τα αρχαιοελληνικά και τα βυζαντινά. Αριστοτέλης, αίφνης, ώστε να μοιάσει το βρέφος του φιλοσόφου· Αλέξανδρος με προοπτική του να γίνει Μέγας και τρανός· Κωνσταντίνος πολύ αυτοκρατορικό και συνάμα χριστιανικότατο. Άλλοι διαλέγουν τον ήρωα που θαυμάζει ο μπαμπάς, σαν τη γειτόνισσα που την είπαν Χίλαρη χάρη στον πρώτο κατακτητή της κορφής του Έβερεστ. Κάποιοι έχουν πετριά με τους βασιλιάδες και το ασκέρι των πριγκίπων. Γεμίσαμε Φρειδερίκες το ‘50 και Άννες- Μαρίες το ‘60. Τον άλλον τον βάπτισαν Ελευθέριο Βενιζέλο που τον ψήφιζε φανατικά σύσσωμη η οικογένεια. Δεν πάει πίσω η κυρίαρχης αξία της οικογένειας βλ. Λαοκράτης ή Δημοκρατία. Είναι κι αυτοί με τον απωθημένο εφηβικό έρωτα με καλλιτέχνες του πενταγράμμου και της μεγάλης οθόνης. Οι πιο σύγχρονοι βάζουν ό,τι τους αρέσει, ό,τι τους χαϊδεύει την αίσθηση της ακοής, κάτι εύηχο, μουσικό, αρμονικό.

Αυτό το «ό,τι μας αρέσει» αποτελεί αντικείμενο έρευνας ανά την Υφήλιο. Γέμισε, λόγου χάρη, η Γαλλία από το ’50 και μετά με Φρανσουά και Φρανσουάζ που ζαλίστηκαν τα μαθητολόγια από τις συνωνυμίες και άντε να βρεις πώς να ξεχωρίζεις τα παιδιά με την προσφώνηση.

Για την Άσια υπήρχε άλλο κριτήριο πέραν της ευφωνίας. Το ευειδές και η συμπάθεια προς το πρώτο άτομο που έφερε το εν λόγω όνομα στα παιδικάτα της. Ελευθερία, λόγου χάρη, αποτελεί υπέρτατη ιδέα, αξία, ιδανικό! Ωδές και ύμνοι προς αυτή, χιλιοτραγουδισμένη, με τόσους αγωνιστές για χάρη της να δίνουν τη ζωή τους. Λέξη με δυο τραγουδιστά υγρά σύμφωνα λ , ρ και βραχύχρονα φωνήεντα, για όλους αρεστή. Όλα ισχύουν και θα ηχούσε ευφρόσυνα, αν δεν της σκίαζε το νου η φάτσα της ατσούμπαλης μεγαλοκοπέλας με την κρεατοελιά στην άκρη της μύτης και την γαϊδουροφωνάρα στον πάγκο του μπακάλικου.

Έλσα, Εύα, Μαργαρίτα, Βιβή, Έλενα της άρεσαν πολύ μια της έφερναν στο νου τις χαριτωμένες έφηβες της γειτονιάς που την έπαιζαν και της τραγουδούσαν όταν ήταν νήπιο. Ομοίως και τα των παλικαριών Σπύρος, Μάριος, Οδυσσέας, Άλκης, Ανδρέας και, ασφαλώς, Κωστάκης· αντιστοιχούσε στον εικοσάχρονο ξανθό Απόλλωνα με τα γαλάζια μάτια και την παραδοσιακή στολή του συλλόγου των Ποντίων, όταν έλεγε τα κάλαντα, και της είχε υποσχεθεί στα τρία της, καθώς την έπαιρνε στους ώμους του στη βραχώδη πλαζ της συνοικίας, πως θα έμπαινε στο μπουκάλι περιμένοντάς την να μεγαλώσει για να την παντρευτεί!

Χριστίνα, Όλγα, Μαίρη, Κική, Άννα, Καίτη, Ροδή ήταν μυρωδάτες, εκλεπτυσμένες, χαμογελαστές και τυλιγμένες σε φουρό και εσάρπες φίλες της μαμάς με συνομήλικα σχεδόν μ’ αυτήν παιδιά, που σηματοδοτούσαν ατελείωτες ώρες διασκέδασης. Μηνάς, Γιάννης, Γιώργος, Χάρης, Νίκος, Άρης, Αλέκος ήταν γείτονες και οικογενειακοί φίλοι ευθυτενείς, κομψοί, κουστουμαρισμένοι, καλοκτενισμένοι με “μπριλ-κριμ”, που έρχονταν επίσκεψη στη γιορτή του μπαμπά φορτωμένοι με γλυκά και παιχνίδια. Πώς να μην σου αρέσουν τα ονόματά τους.

Όμως τα Παναγιώτης, Μανώλης, Σεραφείμ, Δημοσθένης, Κυριάκος, αυτό που έπαιρναν αυτομάτως μπροστά το πρόθεμα μπάρμπα… και αντιστοιχούσαν σε… λίγο κουτσούς, λίγο κουφούς, λίγο αόματους μπαστουνοκρατούμενους γέροντες δεν την εντυπωσίαζαν· όπως και τα Παρθένα, Πολυξένη, Τασία, Μαρίκα, Κατίνα, Αγαθή, Ευφημία των μαυροντυμένων, με τα τραβηγμένα σε κοτσάκια-κεφτέδες μαλλιά και τα ρυτιδιασμένα πρόσωπα προσφιλών παρά ταύτα γιαγιάδων.

Ευανθία, ευ (καλός, ωραίος) + άνθος, ήτοι αντιπροσωπεύει την ομορφιά, την αρμονία και τη μοσχοβολιά. Αν δεν συνδεόταν με δυο θειάδες της, πρωτεξαδέλφες αναμετάξυ τους, με κοινά χαρακτηριστικά τα ενωμένα πυκνά μαυρόφρυδα και το πυκνό χνουδάτο μουστάκι, σκούρα ρασσοειδή ρούχα με μια μυρωδιά πράσινου σαπουνιού ανάκατη με λιβάνι, θυμίαμα και κερί της εκκλησίας. Βεβαίως και την αγαπούσαν και όταν την αγκάλιαζαν σκούπιζε με το πίσω του μανικιού τα υγρά φιλήματα στα παιδικά της μάγουλα. Άσχημες οι κατά τ’ άλλα οι καλοπροαίρετες θειες, άσχημο και όνομα.

Λάζαρος με δυο υγρά λου-ρου και ένα ζαχαρένιο ζ. Θα έπρεπε να της αρέσει, αν … δεν της έφερνε στη σκέψη ένα ψηλοκρεμαστό, ταλαιπωρημένο, αγορόπουλο κουρεμένο εν χρω, με μπαλωμένο καφετί ξέθωρο παντελονάκι και ένα ξεχειλωμένο, κοντό στα μανίκια, χειροποίητο μετά από τρίτη ως τέταρτη επανάληψη πλεξίματος πουλόβερ, να σκαλίζει αφηρημένα σχήματα στον χωματόδρομο μπρος από τον στάβλο του αλόγου που έσερνε το κάρο τους.

Ζέφυρος, ανάλαφρο και δροσερό αεράκι, χάδι στην επιδερμίδα και την ακοή. Ομόηχο, σχεδόν Ζαφείρης σαν πετράδι που γυαλίζει και σε θαμπώνει, αν… αν δεν παρέπεμπε στον αυταρχικό, πάντα βλοσυρό και απειλητικό δάσκαλο, που κόμπαζε για το κυνηγητό των ανταρτών στον Γράμμο και τη νίκη του, αμείλικτο τιμωρό των όσων μαθητών παρέκλιναν των ανοησιών του σχολικού κανονισμού δικής του έμπνευσης. Συν οι εφιαλτικές μνήμες από κτυπήματα στο καλάμι με τη σκυτάλη.

Πώς να μην σου αρέσει το όνομα του πιο αγαπημένου Άγιου των παιδιών, του κουβαλητή των πρωτοχρονιάτικων μποναμάδων! Τι κι αν είναι γεράκος στρουμπουλός, χο, χο, με κάτασπρα τα μαλλιά και γένια, του το όνομά του ταυτίζεται με τη χαρά και την ελπίδα της νέας χρονιάς. Αν το συνδυάσεις, από τη μια, με έναν τρυφερό θείο, λεπτό και σβέλτο, μονίμως χαμογελαστό κάτω από το παχύ μουστάκι, να προσκομίζει κάθε Σεπτέμβρη ένα καλάθι γεμάτο καλούδια από το αμπελάκι του για να ευχηθεί στη μικρή μαθήτρια «Καλόν Πρόοδον» – αγράμματος ο καλοκάγαθος καπνεργάτης έβαζε αρσενικό άρθρο στο εις -ος ουσιαστικό – δίνοντας της ένα γλυκό φιλί σαν τα μελιστάλακτα αυγόσυκα που έφερνε πεσκέσι. Από την άλλη, το ίδιο όνομα έφερε και το χαριτωμένο τρίχρονο βαφτιστήρι της που την ξύπναγε με αγκαλίτσες και χαδάκια κάθε πρωί να πάει στη δουλειά. Έτσι πήρε κάμποσα μπόνους λόγω ονόματος ο Βασίλης της, ως άντρας της ζωής της.

Ο προβληματισμός δεν κράτησε πολύ για τα παιδιά. Εξ αρχής το Δημήτρης για το αγόρι παρέπεμπε στον απολύτως γοητευτικό Παπαμιχαήλ, τον ζεν πρεμιέ που κρατούσε τον ρόλο του Ιππόλυτου στην πρώτη παράσταση που απόλαυσε οκτάχρονη το ’64 στο αρχαίο Θέατρο Φιλίππων. Οπότε ήταν του γούστου της. Δημήτρης βέβαια, άντε Τάκης ή Μίμης και φυσικά όχι τα αποκρουστικά υποκοριστικά Μήτρος ή Μήτσος που ενίοτε, λόγω σωματότυπου, εξελίσσεται και σε Μητσάρα.

Για την θυγατέρα προτιμούσε το Στέλλα της μητέρας της που είχε κάτι από τον φωταγωγημένο ουρανό. Θα το γύριζε επί το καλλιτεχνικότερο σε Εστέλλα, οπότε θα ήταν από την κολυμπήθρα της αστέρι! Πώς να τη στεναχωρήσει, όμως, την ξεχωριστή αυτή πεθερά που της άνοιξε διάπλατα καρδιά και αγκαλιά; Αλλά αυτό το Σταμάτα αντιπροσώπευε μια περίεργη φιγούρα με μάλλινες βράκες και μαύρο μαλλί κομμένο με οδηγό μια κατσαρόλα περασμένη στο κεφάλι σε κακότεχνο καρέ με φράντζα. Το φόβητρο για κάθε παιδί στην πόλη αν δεν έτρωγε το φαί του. Ας είναι καλά η διπλωματία της και ο εύπιστος καλής πρόθεσης παππάς της ενορίας. Το έχουν στην Πελοπόννησο το Ματίνα, μάλλον κατάλοιπο της Φραγκοκρατίας, κάτι σαν Πρωία, καταλαβαίνετε. Όπερ και εγένετο, έτσι την προσφώνησε ο ιερέας στο Μυστήριο και ωσαύτως καταχωρήθηκε στο ληξιαρχείο. Υπόθεση εργασίας: συμβαίνει και σε άλλους τοιαύτη προτίμηση ονομάτων;

 

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη