Αντώνης Ζέρβας, Μανουήλ Σκριβά του μεταφραστού, Carmen et Error. Ωδές και στίχοι, Τα Φυλλάδια της Περισπωμένης, Αθήνα 2017.
Ο συγγραφέας ποιητής μάς ανοίγει την πόρτα του εργαστηρίου του. Μας δείχνει τα χαρτιά του, μας παρουσιάζει τις πηγές του. Στα «Προεισαγωγικά» του εξηγεί: «Carmen et Error» τραγούδι και πλάνη, φράση του στίχου «perdiderint cum me due crimina, carmen et error» [Δυο λάθη με χαντάκωσαν, οι στίχοι και η εσφαλμένη γνώμη]». Ο στίχος ανήκει στο «βιβλίο της εξορίας του Οβιδίου, Tristia B, 207». Ας κρατήσουμε για μετά τις συνέπειες της ενασχόλησης του Οβίδιου με τους στίχους και την εσφαλμένη γνώμη που τον «χαντάκωσαν» (αν και παραμένει μυστήριο το γιατί της εξορίας του) και ας συνυπολογίσουμε τον τίτλο «Τρίστια» που σημαίνει θλιβερά.
Με αυτά ως καλωσόρισμα, ο Λόγιος ο Εμμανουήλ Σκριβάς, κατά κόσμον Αντώνης Ζέρβας, σκηνοθετεί ατμοσφαιρικά, στήνοντας και ξεστήνοντας καλά το σκηνικό του. Ο Σκριβάς (από το ρήμα scribo,= γράφω> γραφιάς> γραμματέας), είναι το πρόσωπο της μεικτής διήγησης, προσωπείο του συγγραφέα, του οποίου τα «Άκτα» έχουν ημερομηνία «Ίνδικτος 1996». Ο Σκριβάς- Ζέρβας έζησε στις Βρυξέλλες και εργάστηκε ως μεταφραστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι φόβοι του για το ευρωπαϊκό εγχείρημα – να εκφυλιστεί με τις νέες, παγκοσμιοποιημένες κατευθύνσεις, επαληθεύτηκαν με τον πόλεμο στη Σερβία.
Να λοιπόν, πώς, ένας άνθρωπος σπουδασμένος και με τις καλύτερες περγαμηνές στο σάκο του, με μια ποιότητα ζωής πιο ψηλά από των κοινών θνητών, αλλά και άλλων επιφανών, βυθίζεται μέσα στα βιβλία και, εντρυφώντας στους αιώνες, βρίσκει ή εφευρίσκει τα συναισθηματικά ανάλογα, γοητευτικά και ίσως παρηγορητικά, αν και από την πατίνα του χρόνου, θολά, με κρυμμένη την ατέλεια ή την άσχημη ρυτίδα. Ο Σκριβάς ανακαλύπτει και ο Ζέρβας αποκαλύπτει, έχοντας συνοδοιπόρο της ευαισθησίας του, τον παλιότερό του ποιητή. Τα πράγματα απλώς αλλάζουν απέξω, από μέσα πάντα ίδια παραμένουν.
Το κατευθείαν συναισθηματικό ανάλογο είναι ο ποιητής Ιωακείμ ντυ Μπελαί που έζησε από το 1522 έως το 1560, φίλος του Πιερ Ρονσάρ, και έφυγε στην Ρώμη για να γίνει οικονόμος και σκριβάς-γραμματικός στον καρδινάλιο θείο του. Εκεί έγραψε τις ποιητικές του συλλογές με τίτλο Αρχαιότητες της Ρώμης και Καημοί, σονέτα σε μορφή προσωπικού ημερολογίου, χωρίς λυρικές ψευδαισθήσεις, une prose en rime ou une rime en prose, με χαρακτηριστική τη νοσταλγία του πατρικού του σπιτιού. Οικτίρει τον εαυτό του για τη ζωή του στην εξορία, στη Ρώμη, αλλά η σπαρακτική ειρωνεία των ποιημάτων του (που δεν είχε, βέβαια, το βάθος του Ιωάννη Νταν, ο οποίος «ακούγεται δύο φορές στον θρήνο του Σκριβά»), δεν βρήκε την ανταπόκριση που είχαν οι άλλοι στην πατρίδα.
Οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικότατες και διαφωτιστικές διότι θα αναπτυχθούν στα δεκατρία ποιήματα που θα ακολουθήσουν, τα οποία, σαν εξομολογητικό ημερολόγιο, επίσης, θα περιγράψουν τα έργα και τον βίο του Εμμανουήλ Σκριβά. Διότι ο Σκριβάς στο 33ο κεφάλαιο των Άκτων συνθέτει-ποιεί βίον διπλά παράλληλον, αφενός με Οβίδιο, αφετέρου με Ντυ Μπελαί. Τι κι αν διασκελισμός αιώνων χωρίζει τον ένα ποιητή από τον άλλο.
Πρώτο ποίημα «Θρήνος και στίχοι περιστασιακοί», Carmen et Error Α΄. Σε πρώτο πρόσωπο ο Σκριβάς απευθύνεται στον Ντυ Μπελαί, αναφέρεται στα της ζωής του, στη φιλία του με τον Ρονσάρ και στις «Αρχαιότητές» του, από τις οποίες –κι εδώ πετάει το προσωπείο για να βγει μπροστά ο Αντώνης Ζέρβας – θυμάται μόνο την «ολόγδυμνη Αννίτα Έκμπεργκ» από την ταινία του Φελίνι la Dolce Vita, «τ’ άγρια στήθια της», «τις αυνανιστικές της γάμπες», τους «ασπάρακτους γλουτούς» και τη «χρυσή της κόμη». (Ωστόσο, εγώ, παιδί φανατικό για σινεμά θυμάμαι και μια άλλη «αρχαιότητα», στην ταινία Βοκκάκιος 70, όπου η ίδια ωραία πρωταγωνίστρια, ξαπλωμένη σε μια διαφημιστική αφίσα, με χυμένον κάτω τον χείμαρρο των ξανθών μαλλιών της, προβάλλει τη θρεπτική αξία που έχει το γάλα, αποκαλύπτοντας την πηγή του· ένα τεράστιο ντεκολτέ που αφήνει σχεδόν, «ολόγδυμνο» το στήθος και έπειτα ακολουθούν οι καμπύλες των γοφών και οι γλουτοί, οι ατελείωτα μακριές προκλητικές της γάμπες, το πόδι με τα κόκκινα τα νύχια τα βαμμένα σαν το αίμα. Και όχι σαν την ψυχρή, αν και γυμνή, Ολυμπία του Μανέ, κολάζει όχι μόνο άγιο κανονικό, αλλά και τον θρησκόληπτο Αντόνιο ή τον άθεο Αντώνη. Με τέτοιο όνομα, άλλωστε, πώς θα μπορούσε ο δυστυχής, να αποφύγει τον πειρασμό! Κι ο Ιταλός και ο Έλληνας).
Και πάμε στις συγκρίσεις. Ο Σκριβάς απευθύνεται σε πρώτο πρόσωπο στον αναγεννησιακό και ομοιοπαθή συνάδελφό του:
«Ιωακείμ Ντυ Μπελαί, απ’ το χωριό Λιρέ, / πλησίον της κωμοπόλεως του Ανσενί/ στο παλαιό δουκάτο του Ανζού./ Το πρώτο πράγμα που μου κτύπησε την ακοή/ ήταν στ’ αλήθεια το περίφυτο/ το γαλλικότατο όνομά σου./ Ήμουν παιδί αλλά φιλόδοξος σαν λόγιος άντρας στο Παρίσι/ σαν άρχισα να μελετώ σονέττα του Ρονσάρ/ κι από φανατισμό και μόνο τους Καημούς σου».
Και συνεχίζει με τις συγκρίσεις:
«Αντί της Ρώμης, εμένα μου ’λαχαν Βρυξέλλες/ Αντί μπανκιέρηδων και πιστωτών, σ’ εμένα πέφτουν μεταφράσεις/ Αντί της Μούσας εν σφοδρά ορέξει, μιλάει μέσα μου η Ευρωπαϊκή ενότης/ σαν τη λατινική φωνή στη ζωντανή σου γλώσσα».
Έτσι, από μέσα του και βαθιά ακούγεται η ρίζα, η γλώσσα η κοινή, όπως κοινή ήταν και η επιθυμία για κάποια Μούσα εν ορέξει και όχι η μεταφραστική γραφειοκρατία. Όμως, αφού κι ο Ντυ Μπελαί γνωστός για τα ποιήματά του είναι· κι εσύ, Σκριβά, τόσο που έκανες, λίγο δεν είναι.
Στο Β΄ μέρος του Actum 33, ο χρόνος πηγαινοέρχεται και παρακολουθεί τους σοφούς που προσπαθούν να δουν τι κρύβει το κουφάρι το κενό του Ντα Βίντσι, τι περιείχε η λεκάνη που έφτυνε ο Ντυ Μπελαί και πώς του ψιθύριζαν στ’ αυτί ο θείος κι ο πατέρας του «συγχαρητήρια επί τη διασώσει μας», «όταν η θεία Θωμαΐς πέρναγε μια στροφή απ’ την Κακιά τη Σκάλα», με την κατάσπρη τη μπουήκ. Η Σκάλα τους λυπήθηκε αλλά ο Σκριβάς δεν ελυπήθηκε της θείας του την υστεροφημία.
Στο Γ΄ απόσπασμα η μίξη γίνεται μέσα σε μια ζωγραφιά. Σαν πάνω σε καμβά, ιεράρχες επιφανείς «με μεγαλόπρεπη θωριά στις μούλες», «ενδύματα» και «υποκλίσεις», ο αγαπητός Μπρυσκέ θα εξιστορήσει. Κι αμέσως έπειτα θα πει για τη διασπορά στο μεγαλείο της Φραγκιάς και για πολλά «που ’ναι να σκας στα γέλια», κυρίως όταν φτάσεις στη τρίτη στροφή, όπου, με άλμα από τη ζωγραφιά στο σήμερα ο Ζέρβας παρακολουθεί: «βουβάλια κι άνθρωποι, σκυλιά, γυναίκες, γάτες/ καμπόσοι Γάλλοι, μια Δανίς, ένα κοράκι Φλαμανδός/ κλητήρες Έλληνες και Βέλγοι με μια Ρωμαία κουρτιζάνα/ είχαν στηθεί σαν σχόλαγα και περιμέναν στ’ ασανσέρ». Εύκολα ο αναγνώστης καταλαβαίνει περί τίνος της Ε.Ε. συνονθυλεύματος πολιτικού, και όχι μόνο, πρόκειται.
Στο Δ΄ μιλάει για τους μπάσταρδους που «ανέκαθεν στάθηκε ευνοϊκή η φύση» μαζί τους. Στο Ε΄ οι φίλοι που μέσα στην Αθήνα «φημίστηκαν», «εγκρίθηκαν», «ξεχώρισαν», «ξακούστηκαν», ενώ εκείνος… «το στόμα όλο χώματα», «αίματα», «όλο το στόμα πίκρα». Τι είπαμε πριν λίγο; Η σπαρακτική ειρωνεία των ποιημάτων του Ντυ Μπελαί δεν βρήκε την ανταπόκριση που είχαν οι άλλοι στην πατρίδα. Ιδού η σύνδεση.
Στο Στ΄, «Μισώ τα έθνη, τους λαούς κι όλα τα κράτη μέλη». Στο Ζ΄ απομυθοποιεί όλα τα δήθεν «όνειρα» της Ε. Ε. για μείωση της ανεργίας, για ανάπτυξη της παραγωγής, για κατάργηση των συνόρων και εθνικών μισαλλοδοξιών, για ό,τι τέλος πάντων ονειρεύτηκε για το καλό που οδηγεί τελικώς στην ήττα. Στο Η΄ ο λόγος για τους «μεγαλόπρεπους κιοτήδες», «cuillons magnifiques», «ιδεώδεις κερατάδες», που έρχονται να επισκεφτούν την Ένωση «που ’ναι η σύζυγός τους και Σέρβος ο μοιχός». Στο Θ΄ σημασία έχει όχι μόνο η αναφορά σε κάθε μέλος/ μέρος/ ιδιότητα του ανθρωπίνου σώματος, η ομορφιά κι ο θάνατός του, αλλά και το σχήμα του συνθέματος που μοιάζει με υδρία και υποβάλλει το παρασημαινόμενό της.
Στο Ι΄ οι αναποδιές από την μετοίκηση στην ξένη χώρα. Αλλά και μια φαουστική επιθυμία να μάθει «Φιλοσοφία και μαθηματικά κι ιατρική επίσης/όλους τους νόμους και τα μυστικά… της θεολογίας» κι ακόμη πέραν του Φάουστ «Με το λαούτο και με τον χρωστήρα / με ξιφασκίες και χορούς/ θα τέρπω τη ζωή μου/ θα ’χω ξανθιές στις συναναστροφές/ και μαυρομάλλα για το σπίτι».
Ακολουθεί το ποίημα «Θα Μετανοιώσεις…»· έτσι του έλεγαν οι φίλοι του για ό,τι εκείνος δεν ήταν πρόθυμος να συμβιβαστεί. Μετάνιωσε για όλα και πιο πολύ για μια «μικρή … κι εγώ σαράντα πέντε». Δεν πήγε στην Αμερική, παρέμεινε ακτήμων και για πολλά άλλα μετάνιωσε, που έτσι όπως χύνονται στο χαρτί κάνουν να φαίνονται στραβά τα ίσια. Όμως αυτό το ποίημα έχει ήδη προοικονομηθεί στο Στ΄ στο οποίο επανέρχεται το ρήμα «Μισώ», τέσσερις φορές, με αντικείμενο του μίσους του «τα κράτη μέλη», τη «φτώχεια», το «χρήμα», τη «δόξα της πολιτικής», το «υπαλληλίκι», τα ταξίδια, τις «ατέλειές» του και γενικά τον εαυτό πιο πολύ από όλα.
Τι συμβαίνει λοιπόν, με τον Σκριβά; Τι είναι αυτό που τον κάνει να βγάζει από το στόμα «χώματα», «αίματα» και «πίκρα»; Φυσικά η απάντηση δεν είναι εύκολη.
Το Carmen et Error του Εμμανουήλ Σκριβά, μοιάζει με αυτοβιογραφία, επανεξέταση όλων εκείνων που έκανε, που δεν έκανε, που θα έπρεπε αλλιώς να έχει κάνει, ή καθόλου να μην κάνει. Οπότε αυτοβιογραφούμενος, αυτοσαρκαζόμενος και αυτοαναιρούμενος, σχολιάζει εαυτόν μέσα στο πλαίσιο- κάδρο- ζωή, κοινωνική, πολιτική, Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκεί, σ’ αυτή τη σκακιέρα, έπαιξε όλα του τα πιόνια και είδε τα σχέδιά του να βγαίνουν όλα πλάνες, όπως θα έλεγε ο Καβάφης. Είναι έτσι; θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Μετάνιωσε, πράγματι, για όλα; Από την απόσταση ασφαλείας που του παρέχει ο χρόνος, μπορεί να κάνει υποθέσεις, πώς θα ήταν, αν όλα δεν ήταν, όπως είναι.
Όμως, σ’ αυτό το Τρίτο Φυλλάδιο της Περισπωμένης, δεν είναι μόνο το περιεχόμενο. Είναι, το υλικό, που πάνω του κέντησε ο Ζέρβας τους στίχους του. Το φίνο λευκό χαρτί Γαλλίας Mémoires de la Pier· έτσι, απλά, αριστοκρατικά μας δίνει κάτι από άρωμα αλλοδαπού παραδείσου με μία κόκκινη κλωστή να μας συνδέει με την ιδεατή ποιητική πατρίδα και τη γλώσσα. Τη γλώσσα που παίζει ανάμεσα στο είναι και στην εξέλιξή της, στην τωρινή και στην παλαιότερη ορθοδοξία της ορθογραφίας της και του συντακτικού της. Παράδειγμα το «μετάνοιωσα», με «οι», το «σονέττο» με δύο «τ», τα τριτόκλιτα η «ενότης», η «Δανίς», η «Θωμαΐς», οι καθαρευουσιάνικες εκφράσεις «εν σφοδρά ορέξει», «επί τη διασώσει» και άλλα πολλά που στη ροή της γραφής ή του λόγου εμείς τα προσπερνάμε, αλλά ο γράφων τα έχει μελετημένα. Το προσωπείο που προβάλλει ο Αντώνης Ζέρβας, ως Εμμανουήλ Σκριβάς είναι σκοπίμως ευάλωτο στην ανατροπή για να μπορεί να το καταρρίπτει σε κάθε ποίημα. Και η ειρωνεία: Αντί Αθήνας, Βρυξέλλες ο Σκριβάς. Αντί Παρίσι, Ρώμη ο Ντυ Μπελαί. Αντί Ρώμης, Τόμοι στον Δούναβη, ο Οβίδιος· τρεις ποιητές εξόριστοι (στην ουσία μόνο ο τρίτος), ένας Λατίνος, ένας Αναγεννησιακός κι ένας σύγχρονος, γυρεύουν την πατρίδας τους. Εκεί να ζήσουν, εκεί να σταδιοδρομήσουν.
Έτσι, αυτό εδώ το κείμενο, κάνοντας κύκλο, επανέρχεται στον αρχικό θλιβερό στίχο του Οβιδίου «perdiderint cum me due crimina, carmen et error» [Δυο λάθη με χαντάκωσαν, οι στίχοι και η εσφαλμένη γνώμη]», αλλά πάλι, πάνω σε crimina και errores στήθηκαν και τα carmina.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Giovanni Gasparro.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.