frear

Για τον Καλειδοσκοπικό σελιδοδείκτη της Άννας Κουστινούδη – της Αγνής Γ. Παπακώστα

Η άρθρωση κριτικού λόγου επί του πρωτογενούς λογοτεχνικού κειμένου συνιστά μια μορφή μεταγλώσσας, δηλαδή μια γλωσσική εκφορά σ’ ένα δεύτερο επίπεδο με τη συνεπικουρία ερμηνευτικών εργαλείων που παρέχει η λογοτεχνική κριτική και με στόχευση σ’ ένα δεδομένο λογοτεχνικό σύμπαν, όπως αυτό καθορίζεται απ’ τις επιλογές, τα βιώματα, τις ευαισθησίες και την οπτική του λογοτέχνη. Με άλλα λόγια, η ελευθερία του δημιουργού, ως αποτέλεσμα ποιητικής αδείας, προσκρούει στην περιχαρακωμένη σε τύπους και ερμηνευτικά σχήματα πρακτική του κριτικού και στη λογικοκρατημένη δομή του λόγου του.

Η οπτική αυτή, ωστόσο, μέσω της δυναμικής αντιπαράθεσης των δυο ειδών γλώσσας, της λογοτεχνικής και της κριτικής, δεν αποκλείει την έννοια της δημιουργικής παρέμβασης του κριτικού, ο οποίος χειρίζεται και «εκμεταλλεύεται» το κείμενο, για να προβάλλει μέσω αυτού τη δική του κριτική οξύτητα και διεισδυτική ματιά, επιμένοντας σε πτυχές που τον συγκινούν περισσότερο αισθητικά ή θεωρητικά, οργανώνοντας την κριτική του προσέγγιση βάσει θεματικών αξόνων ή γλωσσικών παραμέτρων, επαναλαμβανόμενων μοτίβων ή θεωρητικών κατασκευών που εξυπηρετούν την οπτική του. Γιατί η κριτική δεν απλά μια μορφή τυπικής παρουσίασης της δομής και του περιεχομένου του λογοτεχνήματος, αλλά μια δυναμική, δημιουργική παρέμβαση επί αυτού, μια πνευματική και γλωσσική άσκηση που μπορεί πολλές φορές να συναγωνιστεί επάξια σ’ ένα άλλο επίπεδο-υπό τον όρο της δημιουργικότητας και της πρωτοτυπίας- τον πρωτογενή λογοτεχνικό λόγο, συνιστώντας μια νέα, αυτόνομη εν μέρει γλωσσική κατασκευή.

Επιδίωξή μου, μέσω αυτής της θεωρητικής εισαγωγής, είναι αφενός να καταδείξω τη δυσκολία του εγχειρήματος της Άννας Κουστινούδη ν’ ασκήσει σοβαρή και πολυεπίπεδη κριτική, καθώς ως ευσυνείδητη κριτικός ταλανίζεται πραγματικά και σκύβει μ’ ευαισθησία, γνώση και καλή τη προθέσει στο έργο του δημιουργού και αφετέρου να τονίσω τη δική μου πρόσθετη δυσκολία- διπλό φορτίο- να παίξω το ρόλο του κριτή σ’ ένα βιβλίο κριτικής, προερχόμενο από μια συγγραφέα που έχει δώσει μέχρι στιγμής με ό,τι έχει καταπιαστεί τα καλύτερα δείγματα του είδους.
Ο Καλειδοσκοπικός σελιδοδείκτης της Άννας Κουστινούδη αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία των παραπάνω προβληματισμών, περισσότερο για μια πιο συστηματική ταξινόμηση απόψεων ή συναισθημάτων που λανθάνουν κατά τη δημιουργική διαδικασία κριτικής προσέγγισης της λογοτεχνίας.

Δύο βασικά εξωτερικά χαρακτηριστικά της καλαίσθητης έκδοσης Γαβριηλίδη με το υπέροχο εξώφυλλο και σχέδιο προμετωπίδας φιλοτεχνημένα από τον Κώστα Ντιο είναι ο τίτλος με το συμβολικό του φορτίο και οι επισημάνσεις της Άννας Κουστινούδη, εν είδει προγραμματικών δηλώσεων, στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.

Ο τίτλος Καλειδοσκοπικός σελιδοδείκτης με την ονοματική γραμματική του εκφορά (ουσιαστικό προσδιοριζόμενο από επίθετο) και τη λιτότητά του παραπέμπει ευθέως στη διαλεκτική σχέση λογοτεχνίας- ανάγνωσης με το δεύτερο πόλο, αυτόν της ανάγνωσης, να συνδυάζεται άμεσα με την κριτική προσέγγιση, απ’ τη στιγμή που η κριτική είναι μια απ’ τις πολλές εν δυνάμει αναγνώσεις.

Ειδικότερα, ο «σελιδοδείκτης» ως στοιχείο υπενθύμισης της σταθερής και επαναλαμβανόμενης σχέσης αναγνώστη-βιβλίου υπονοεί μια υπόσχεση επιστροφής, μια υποχρεωτική στάση κατά τη διάρκεια της δυναμικής διαδικασίας της ανάγνωσης, ενώ το επίθετο «καλειδοσκοπικός», εμπεριέχοντας την έννοια του κατόπτρου, πριμοδοτεί τις πολλαπλές αντανακλάσεις, το μετασχηματισμό, τη διαρκή ανανέωση και γιατί όχι και την παραμορφωτική προοπτική. Σ’ ένα συμβολικό επίπεδο όλα αυτά μπορούν εκληφθούν ως εκφάνσεις του δυναμικού ύφους και της μαγικής διάστασης του κόσμου της λογοτεχνίας.

Η εσωτερική λοιπόν αντίφαση των στοιχείων του τίτλου: «σελιδοδείκτης»: στασιμότητα, πάγωμα μιας στιγμής στην αναγνωστική διαδικασία και «καλειδοσκοπικός», δηλαδή συνεχώς ανανεούμενος, μετασχηματιζόμενος, επιδεχόμενος πολλαπλών τρόπων θέασης οδηγεί στον άρρηκτο δεσμό δημιουργού αφενός, αναγνώστη- κριτικού αφετέρου ως δύο αναπόσπαστα στοιχεία της μιας και αυτής ουσίας, ως δύο εκφάνσεις του πολυδιάστατου φαινομένου της λογοτεχνίας.

Με άλλα λόγια, η ανάγνωση της λογοτεχνίας ως αποσυμβολισμός του «σελιδοδείκτη» επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες και προσεγγίσεις, γεγονός που συνοψίζεται στο επίθετο «καλειδοσκοπικός». Μια τέτοια ερμηνεία του τίτλου μπορεί να στηριχτεί με βάση όσα επιλέγει να επισημάνει η Άννα Κουστινούδη στο οπισθόφυλλο του βιβλίου της.

Αρχικά, τονίζει την άρρηκτη, όπως επισημάνθηκε παραπάνω σχέση λογοτεχνίας και κριτικής με χαρακτηριστική την παρακάτω αναφορά της:

Το λογοτεχνικό κείμενο, πεζό ή ποιητικό, στην προσπάθειά του να νοηματοδοτήσει, να κωδικοποιήσει, να ανοικειώσει ή απλά να αποδομήσει τον περιβάλλοντα κόσμο, όπως και τη σχέση μ’ αυτόν, δεν αναγιγνώσκεται απλά, αλλά προσεγγίζεται ταυτόχρονα και ερμηνευτικά, αφού η ερμηνευτική διαδικασία αποτελεί παράλληλο και ουσιώδες μέρος της ανάγνωσης αυτής καθαυτής.

Συνεχίζει παραθέτοντας την άποψη του θεωρητικού Χάρολντ Μπλουμ ότι:
Η ανάγνωση κειμένων του εκάστοτε λογοτεχνικού κανόνα δεν αποτελεί παρά μια εγνωσμένη παρανάγνωσή του, ως αναπόσπαστο συστατικό της αναγνωστικής πράξης.
Για να καταλήξει, εστιάζοντας στη δική της κριτική προσέγγιση ότι αυτή αποτελεί μια λοξή (παρα)αναγνωστική ματιά σε πεζά και ποιητικά κείμενα μέσω μιας σειράς θεωρητικών ρευμάτων με την πρόθεση να ερμηνευτούν ως τρόποι ανάγνωσης ή παρανάγνωσης των εν λόγω κειμένων.

Οι επισημάνσεις αυτές δίνουν το στίγμα της κριτικής ενασχόλησης της Άννας Κουστινούδη, η οποία, αναγνωρίζοντας το παλίμψηστο των αναγνωστικών εκδοχών, άρα και την πολυφωνία της κριτικής, ευσυνείδητα και με πλήρη επίγνωση της αποστολής της ορίζει, στήνοντας ένα παιχνίδι με την έννοια της λοξής ανάγνωσης-παρανάγνωσης, το πεδίο στο οποίο κινείται, πριμοδοτεί την έννοια της κριτικής της ως απόρροιας της προσωπικής πρόσληψης των κειμένων και ουσιαστικά απευθύνει πρόσκληση-πρόκληση στον αναγνώστη να προσθέσει τη δική του ερμηνεία, να επιχειρήσει τη δική του λοξή ανάγνωση ή εμπρόθετη παρανάγνωση.

Τίτλος και επισημάνσεις οπισθοφύλλου, λοιπόν, κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος, σχηματοποιώντας ένα κυρίαρχο θεωρητικό πλαίσιο που συμπυκνώνει όλες τις διαχρονικές απόψεις αναγνωστικής πρόσληψης, αποκαλύπτοντας πόσο βαθιά και εμπεριστατωμένα τις έχει μελετήσει και αφομοιώσει η Άννα Κουστινούδη και καταμαρτυρώντας την κριτική της εντιμότητα και την ευσυνειδησία του ρόλου της ως ειδικού αναγνώστη της λογοτεχνίας.

Μεταβαίνοντας στα εσωτερικά χαρακτηριστικά της συλλογής, το κυρίως σώμα του βιβλίου απαρτίζεται από δεκαπέντε κριτικά κείμενα που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα ελληνικά έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά τα τελευταία τρία περίπου χρόνια. Τα κείμενα αυτά δεν αποτελούν απλές βιβλιοκρισίες, αλλά προκρίνουν ένα συγκεκριμένο τρόπο άσκησης και εκφοράς του κριτικού λόγου που χαρακτηρίζεται από άρτια θεωρητική τεκμηρίωση, η οποία λειτουργεί σχεδόν πάντα ενισχυτικά ως προς τη δεσπόζουσα προσωπική άποψη που η Άννα Κουστινούδη υποστηρίζει, επιχειρηματολογώντας γι’ αυτά. Η προσωπική της, δηλαδή αναγνωστική εκδοχή, δεν επισκιάζεται ούτε βαρύνεται απ’ τη θεωρητική προσέγγιση απ’ τη μια, αλλά απ’ την άλλη η δόμηση του κριτικού λόγου συνεπικουρείται συνεχώς από θεωρητικά σχήματα.

Ο αναγνώστης του Καλειδοσκοπικού σελιδοδείκτη έρχεται αντιμέτωπος με θεωρητικές έννοιες, όπως η αυτοαναφορικότητα και η διακειμενικότητα, αντιλαμβάνεται τις βασικές αρχές της αφηγηματολογίας του Genette, μυείται στην ψυχαναλυτική προσέγγιση της λογοτεχνίας, στο Freud και την « Αρχή της Ηδονής», τη λακανική εξίσωση της επιθυμίας, την έννοια του «Άλλου» στη λογοτεχνία, την πτυχή της επιθυμίας και τον τρόπο με τον οποίο αυτή μετουσιώνεται σε πράξη μέσω του συμβολικού γλωσσικού συστήματος, αντιλαμβάνεται τη δύναμη του διεισδυτικού βλέμματος και της διαλεκτικής του ματιού, εξοικειώνεται με τη δεσπόζουσα στην κριτική της προσέγγιση διάσταση κουλτούρας και φύσης, προβληματίζεται με υπαρξιακούς όρους για το θαύμα και ταυτόχρονα τραύμα της γέννησης, στοιχείο που εκτός από υπαρξιακό καταλήγει να έχει και μια απώτερη ψυχαναλυτική διάσταση, ερμηνεύει τη γυναικεία παρουσία στη λογοτεχνία μέσω του φεμινιστικού λόγου, κατανοεί τη διαλεκτική στη σχέση μνήμης και χρόνου μέσω της διαζευκτικής εκφοράς: μνήμη χρόνου ή χρόνος μνήμης, αντιλαμβάνεται το περιεχόμενο όρων, όπως «μεγάλα αφηγήματα» ή «αφηγήματα κοινότητας» και προσδιορίζει την έννοια της ανοικείωσης στον ποιητικό κυρίως λόγο.

Μέσω όλης αυτής της θεωρητικής πολυφωνίας, ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με ηχηρά ονόματα απ’ το χώρο της λογοτεχνικής θεωρίας, της φιλοσοφίας ή της ψυχανάλυσης, όπως ο Freud, ο Lacan, ο Genette, ο R. Barthes, η Julia Kristeva, η Simone de Beauvoire , ο Focault, ο Derrida και άλλοι.

Η παράθεση, ωστόσο, αυτή των θεωρητικών σχημάτων δε γίνεται με τρόπο εξεζητημένο, αλλά εντάσσεται αρμονικά στην όλη κριτική προσέγγιση, καθώς η Άννα Κουστινούδη πετυχαίνει μια ομολογουμένως αξιοθαύμαστη ισορροπία ανάμεσα στη θεωρία, το κείμενο και την προσωπική της τοποθέτηση, ώστε να πληρούνται δύο βασικές παράμετροι της επικοινωνίας κριτικού και αναγνώστη, κυρίως αν ο δεύτερος εκληφθεί είτε ως απλός είτε ως επαρκής. Στην περίπτωση του πιο ανυποψίαστου ως προς τη θεωρία αναγνώστη, η Άννα Κουστινούδη καταφέρνει να τον κινητοποιήσει, ώστε να μυηθεί σε γενικές γραμμές και να είναι σε θέση να παρακολουθεί το κείμενο υπό τη νέα οπτική που του ανοίγεται. Ως προς τον επαρκή αναγνώστη, που θα μπορούσε να είναι ένας κριτικός μελετητής επίσης, ο γόνιμος συνδυασμός ποικίλων θεωρητικών επισημάνσεων οδηγεί σε έναν ιδιαίτερο προβληματισμό για τον τρόπο με τον οποίο η κριτικός επιλέγει να αξιοποιεί τη λογοτεχνική θεωρία, για τη σχηματοποίηση που επιχειρεί , το πώς αυτή εξυπηρετεί την οπτική της και τέλος για τη γνησιότητά της που πιστοποιείται απ΄ την επαναληπτικότητα των θεωρητικών μοτίβων που επιμένει να αξιοποιεί.

Σταχυολογώντας κάποια δείγματα όλων των παραπάνω στα δεκαπέντε κριτικά κείμενα της συλλογής, θα σταθώ αρχικά στο θέμα της ανοικείωσης, όπως αυτό παρουσιάζεται σε δυο κείμενα, ένα πεζό στη συλλογή διηγημάτων του δικού μας Βασίλη Καραγιάννη: Το σκαληνό τρίγωνο της αμαρτίας κι ένα ποιητικό, Στο Λάμδα των χελιδονιών της Ελένης Κοφτερού.

Χαρακτηριστικά αναφέρει για τον Καραγιάννη:

Μέσω της ανοικείωσης, γνωστής και ως παραξένισμα, ο συγγραφέας ανατρέπει την αντίληψή μας και τη σχέση μας μ’ αυτό που αντιλαμβανόμαστε οικεία πραγματικότητα μέσω μιας ιδιότυπης χρήσης της γλώσσας που διασπά και καταργεί τη στεροτυπική, ανυποψίαστη σχέση μας με το λόγο και τα σημαινόμενά του…Κοινώς, ο Β.Π. Καραγιάννης κάνει το οικείο να φαίνεται ανοίκειο, και γι’ αυτό θελκτικό, με το να μη κατονομάζει ευθέως το εκάστοτε συνηθισμένο αντικείμενο, αλλά να αναφέρεται σ’ αυτό ως να το βλέπει για πρώτη φορά. σελ. 29

Για την Ελένη Κοφτερού επισημαίνει:

Ο ποιητικός λόγος συχνά αρνείται τον παραδοσιακό του ρόλο της νοηματοδότησης, αμφισβητώντας εαυτόν, και υπονομεύοντας το ίδιο του το μέσο, τη γλωσσική ύλη, από την οποία ωστόσο το γράφον ποιητικό υποκείμενο αδυνατεί να απεμπλακεί, παρά μόνο να αποστασιοποιηθεί στιγμιαία, στην προσπάθειά του να τη διαχειριστεί και να την κατανοήσει ως μέρος της προσωπικής του διττής κατάστασης ως σώμα και ως κείμενο το ίδιο. σελ. 68

Το ίδιο λοιπόν θεωρητικό στοιχείο της ανοικείωσης ως κατεξοχήν γνώρισμα του ποιητικού λόγου αποδεικνύεται τεκμηριωμένα από την Άννα Κουστινούδη ως ίδιον και ενός πεζογράφου με ποιητική φλέβα, εξάλλου ο Β. Καραγιάννης έχει θητεύσει και στην ποίηση, γεγονός που καταδεικνύει την απουσία απόλυτων διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στα λογοτεχνικά είδη: ο πεζός λόγος δανείζεται δομικά στοιχεία της ποίησης, όπως αντίστοιχα η ποίηση συχνά αποκτά στοιχεία πρόζας.

Ενδεικτικά είναι επίσης τα σημεία στα οποία αναφέρεται στη γυναικεία παρουσία στην ποιητική συλλογή Εκ πείρας έρωτος του Αντώνη Κάλφα, όπου της δίνεται η δυνατότητα να παραθέσει το φεμινιστικό λόγο της Σιμόν ντε Μπωβουάρ:

Υπό το πρίσμα του υπαρξισμού, η Μποβουάρ βλέπει τη γυναίκα ως το σημαντικότερο παράδειγμα του κοινωνικού Άλλου, ως μια ύπαρξη που ιστορικά ορίζεται σαν το αδύναμο, αφύσικο και μη ομαλό αντίθετο του άντρα, γεγονός που αποτελεί τη ρίζα της καταπίεσης των γυναικών… Νομίζω ότι στο Εκ πείρας έρωτος ο Αντώνης Κάλφας συντάσσεται πλήρως με την οπτική της Μπωβουάρ και όχι μόνο. σελ. 67.

Θα μπορούσα ν’ αναφέρω πολλά άλλα σημεία , όπως την άκρως ενδιαφέρουσα θεωρία του θαύματος και τραύματος της γέννησης του Όττο Ρανκ, όπως την παρουσιάζει η Άννα Κουστινούδη, αναλύοντας το βιβλίο της Αρχοντούλας Διαβάτη: Φεύγω Αλλά θα Ξανάρθω ή τη διαλεκτική βλέμματος-όρασης, όπως εύστοχα την τεκμηριώνει σχολιάζοντας τις Ηδονο(α)βλεψίες του Β. Καραγιάννη. Μέσω των επισημάνσεων αυτών θέλησα να δώσω το λόγο στον ίδιο τον κριτικό λόγο της Άννας Κουστινούδη ως ένα δείγμα γραφής για να καταδειχτεί η συνθετότητα της κριτικής της πένας, η διεισδυτική της ματιά στα κείμενα και η ικανότητα να διαβάζει πίσω και πέρα απ΄ τις λογοτεχνικές γραμμές.

Συνοψίζοντας την κριτική της τακτική, όπως αυτή αποκρυσταλλώνεται στα δεκαπέντε κείμενα της συλλογής, θεωρώ πως κατά βάση άλλοτε επιλέγει τον προεξάρχοντα θεματικό πόλο του λογοτεχνήματος και πλέκει την κριτική της γύρω από αυτόν κι άλλοτε συλλέγει θεωρητικούς άξονες που εξυπηρετούν την αναγνωστική της πρόσληψη. Ωστόσο, η κριτική της δεν είναι ποτέ μονομερής, χωρίς να καταφεύγει σε διθυραμβικά σχόλια ή απαξιωτικές κρίσεις για τα λογοτεχνήματα που αναλύει.

Συχνά δίνει επιγραμματικά την υπόθεση των πεζογραφημάτων, για να μπορεί ο αναγνώστης να παρακολουθεί την ανέλιξη του κριτικού της στοχασμού. Ενώ ταυτόχρονα για τα ποιητικά κείμενα παραθέτει εκτενείς στίχους ή και ολόκληρα ποιήματα, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον αναγνώστη να έρθει σ’ επαφή με το πρωτότυπο λογοτεχνικό κείμενο.

Αξιοπρόσεκτο είναι τέλος το γεγονός ότι στη συλλογή αυτή έχει επιλέξει να εντάξει κριτικά της κείμενα για σύγχρονους λογοτέχνες της περιφέρειας και της Θεσσαλονίκης, χαράζοντας έτσι ένα δικό της δρόμο στο χώρο της κριτικής, καλύπτοντας παράλληλα ένα βιβλιογραφικό κενό. Επίσης, το γεγονός ότι τρία από τα δεκαπέντε της κείμενα αφορούν στις τρεις τελευταίες συλλογές διηγημάτων του Β.Π.Καραγιάννη, όπως και το ότι για το εξώφυλλό της επέλεξε πίνακα του Κώστα Ντιο καταδεικνύει τις εκλεκτικές συγγένειες της Άννας Κουστινούδη με την Κοζάνη και το δυναμικό της.

Κλείνοντας, η κριτική νηφαλιότητα, η προσήλωση σε επιστημονικές αρχές και αξίες που η Άννα Κουστινούδη έχει ασπαστεί λόγω της πολύχρονης ενασχόλησής της με τη θεωρία και κριτική της λογοτεχνίας στο αγγλοαμερικανικό πεδίο των ανθρωπιστικών σπουδών, και όχι μόνο, και εν τέλει η μεγάλη της αγάπη για τη λογοτεχνία, η οποία αντανακλάται στη θέρμη, τη σοβαρότητα και την υπευθυνότητα με την οποία γράφει την κριτική της την καθιστούν αφενός μια επαρκή αναγνώστρια σαν αυτή που κάθε λογοτέχνης θα ήθελε να έχει και αφετέρου μια κριτικό με επιστημοσύνη και γνώση που κάθε σοβαρός μελετητής της λογοτεχνίας θα ήθελε να διαβάσει.


[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

Δείτε την ύλη του έντυπου τεύχους μας εδώ.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη