frear

Δυο ποιήματα – της Θέκλας Στεφάνου

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΟΥ ΠΡΕΠΕΙ

Κάθεται στο σημείο που ο ίδιος αποφάσισε,
χρόνια πριν.
Περνούν αιώνες κι αέρηδες
κι αυτός, τραγικά αμέριμνος, χαμογελάει.
Ακούει την ηχώ των λόγων του
και πιάνει κουβέντα μαζί τους.
Πουπουλένιος, μίζερος θεός,
μένει ακίνητος.
Στη γλυκύτερη, την πιο επώδυνη θέση.
στο « ανάμεσα».
Εκεί, όπου οι ελπίδες θηλάζουν ουρανό
κι ανεπρόκοπες, δε γίνονται ποτέ πεταλούδες.
– Δε φταίει εκείνος, ίσως-.
Του’ ταξαν γλυκό νεράντζι, αρκεί,
να μένει στο «ανάμεσα».
Η σκέψη αυτή τον παρηγορεί.
Του ποδαριού παρηγοριές, εξόριστα φαντάσματα,
κόβουν βόλτες στο κεφάλι του.
Στην προσωπογραφία της λιποθυμίας.
Κι εκείνος, συνεχίζει να γελάει άδολα,
θησαυρίζοντας εκπνοές.

ΗΤΤΑ

Σε τι σε ωφέλησε ο δρόμος;
Δεν πόθησες , ποτέ,
αβάδιστα, ύποπτα μονοπάτια;
Πολλές οι μέρες σου, πολλές οι ώρες,
στοιχισμένες, τενεκεδένιες σκέψεις.
Πεινάς: Καταπίνεις κανόνες.
Διψάς: Ρουφάς ακαθόριστες γνώσεις.
Σκεπάζεις με ατσαλάκωτα σεντόνια τη μνήμη.
Κι εκείνη, όλο αυξάνει και φουσκώνει μέσα τους.
Μην και νοσταλγήσεις. Μην και θυμηθείς.
Αψύς, ταχύς καιρός σε βρήκε
και άβολος, παραπονιέσαι.
Βουτάς μέσα σε τρύπια μάτια
κι άπληστες οθόνες.
Θαρρείς, γεννήθηκες στα εκατόν ογδόντα εκατοστά,
στις παραφορτωμένες βιβλιοθήκες.
Τα γύψινα πόδια σου δεν τα μετράς,
ούτε την πήλινη όψη σου.
Ο Οδυσσέας σου, μαραζώνει αταξίδευτος στην Τροία.
Μπροστά σου, οι γείτονες σ’ επαινούν ξεδιάντροπα.
Πίσω σου, παρηγορούν τη μάνα σου,
καθώς στραγγίζει στην αυλή,
τα δάκρυα που έρχονται για σένα.
Σε γνωρίζει απ’ τα αίματα του πλακούντα,
μα δε στο λέει.
Ο τρυφερός καημός της δένει τη γλώσσα.
Μιλάς, γελάς και βρίζεις, πίσω απ’ το παράθυρο.
Προδομένος απ’ το ρείκι και τον ίσκιο σου.
Αυτοί οι άκληροι φθόγγοι, σφίγγουν το μέτωπό σου.
Κι ο θόρυβος των ακατάσχετων λέξεων,
σ’ αποτελειώνει.
Έχεις τα δίκια σου. Αν όχι τώρα, πότε;
Σε τι θα ωφελήσει η αναμονή;
Αλλά, δεν πόθησες ποτέ,
ένα αιφνίδιο, παραγκωνισμένο χέρι στο δικό σου;
Ας είναι. Εγώ, νικήθηκα.
Περπατώ, στα χλωρά χρόνια των ονείρων
και πάνω σ’ αναμμένα κάρβουνα.
Ώρα να πηγαίνεις.
Φεύγοντας , παρακαλώ, άσε την πόρτα ανοιχτή.
Περιμένω φως και φίλους.
Νεκρούς και ζωντανούς,
μ’ ανοιξιάτικες, φρέσκες ανάσες.


[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη