frear
Diane Arbus

Για τα Χρήσιμα Παιδικά Παιχνίδια – γράφει ο Σωκράτης Καμπουρόπουλος

Δανάη Σιώζιου
Χρήσιμα παιδικά παιχνίδια
Αντίποδες, 2016

Στην ευκρινή, εκφραστικά και ποιητικά, φωνή της πρωτοεμφανιζόμενης (ήδη πολυδημοσιευμένης) ποιήτριας, Δανάης Σιώζιου, ο νοηματικός άξονας που διατρέχει το βιβλίο της περιστρέφεται γύρω από ερωτήματα καταγωγής, έμφυλης ταυτότητας, συνειδητότητας και ενηλικίωσης. Από μερικές απόψεις, η Σιώζιου είναι ίσως η ποιήτρια της νεότερης γενιάς που βρίσκεται πιο κοντά στις γυναίκες ποιήτριες της γενιάς του ’70: από την άποψη της ύπαρξης “απωθημένων, διεσπαρμένων ή περιθωριοποιημένων μηνυμάτων στο κείμενο” που “μας εξοπλίζουν κατάλληλα ώστε να επεμβαίνουμε εναντίον της καταπίεσης και της αδικίας στον κόσμο” (Barbara Johnson, “Disfiguring Poetic Language”, 1983, βλ. Karen Van Dyck, Η Κασσάνδρα και οι λογοκριτές, Άγρα, 2002). Είτε, “της μακρόχρονης παράδοσης της χρήσης του σχήματος (figure) της γυναίκας για την απεικόνιση διαφορετικών πολιτισμικών και πολιτικών στόχων” (Karen Van Dyck, στο ίδιο).

Σε τι, όμως, συνίστανται τα βήματα της αυτεπίγνωσης (ή, αλλιώς, της συνειδητοποίησης της ‘αθωότητας’), μέσα από τους στίχους του ποιητικού bildungsroman της; Τα ποιήματα της συλλογής καταπιάνονται οριζόντια με ερωτήματα, όπως: Ποιοι ήταν οι γονείς μας; Τι ήταν στ’ αλήθεια η παιδική μας ηλικία; Πώς βιώθηκαν τα παιδικά μας χρόνια; (πόσα πράγματα, από αυτά, θυμόμαστε με αγάπη και πόσα με αποστροφή· τι επιλέγουμε να θυμηθούμε και τι να ξεχάσουμε;) Και οι γονείς μας – ήταν ευτυχισμένοι; Τι τους απασχολούσε;

Η μνημοτεχνική διαδικασία της σύνθεσης περιλαμβάνει τα εξής στάδια:
i. Μεγαλώνω ξεχνώντας, κατανάγκην (πρβλ. Νίτσε)
ii. Η λήθη ως προϋπόθεση για την ψυχική ανάπτυξη
iii. Η λήθη ως κινητήρια δύναμη για την αφύπνιση της μνήμης
iv. «Θυμάμαι» σημαίνει: «γεννώ όσα μ’ ενδιαφέρουν να πω από την αρχή» (πρβλ. ‘προσπερνώντας’ στο ποίημα που ακολουθεί)

ALICE IN DAMAGELAND

Προσπερνώντας
θα επιβιώσω
της ζωής
μου

καθώς επίσης παίζοντας

τραμπάλα, κρυφτό, τυφλόμυγα
κυνηγητό
και άλλα

χρήσιμα παιδικά παιχνίδια

(τελευταίο ποίημα της συλλογής, σελ. 68)

Ένας δεύτερος άξονας της συλλογής της είναι η αποκατάσταση της ταυτότητας, έμφυλης αλλά και πολιτισμικής (ποια ήταν η έμφυλη συνθήκη της γυναίκας, με τα μάτια του σημερινού παιδιού, σε ό,τι αφορά την οικογένεια, τη μητρότητα, το σπίτι, τον μόχθο, τον κόσμο των ανδρών; τι σημαίνει να έλκει κανείς την καταγωγή του από δύο ή περισσότερες κουλτούρες – στον ίδιο βαθμό από την Καρδίτσα και το Βερολίνο, από την Αλσατία, το Ρήνο, τη Μπεζανσόν, την Πολωνία, το Μπούχενβαλντ ή τα Δαρδανέλλια;)

ΤΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΙΟΥ ΚΛΑΜΑΤΟΣ

εμφανίζονται όλες τους όταν βρέχει δυνατά

[…]

Σταδιακά θα εμφανιστούν

η δυνατοπόδαρη,
η λειποπρόσωπη,
η χωματοσκεπασμένη,
η απαλοματούσα,
η χλωρόκαρδη,
η πικροφέρουσα,
η φωτοκόπτουσα,
η σκοταδοφρονεμένη.

[…]

Τελευταία που δεν προλαβαίνει ποτέ φαίνεται από μακριά η αδελφή μου η δακρυολάμπουσα, με το περιδέραιο από τις πέτρες των ματιών της στο λαιμό. Όμορφες γυναίκες, αγέρωχες, γδικητικά υποταγμένες και όλες τους βρεφοκρατούσες.

(σελ. 14)

Στη συνέχεια, θα επιχειρήσουμε να αναζητήσουμε λίγο πιο προσεκτικά τα προ-κείμενα του βιβλίου της Δανάης Σιώζιου.

Χρήσιμα ΠΑΙΔΙΚΑ παιχνίδια: Η παιδική ηλικία

Στο επίμετρο του βιβλίου, παρατίθεται το εξής απόσπασμα από τον Μονόδρομο, του Βάλτερ Μπένγιαμιν (Άγρα, 2004): Το παιδί γίνεται κυνηγός με το που μπαίνει στη ζωή, γιατί κάθε πράγμα που ανακαλύπτει είναι η αρχή μιας συλλογής, και όλα τα πράγματά του ανήκουν σε μια και μόνο συλλογή. Τα συρτάρια του ακατάστατου παιδιού είναι στρατιωτική αποθήκη, ζωολογικός κήπος, εγκληματολογικό μουσείο, κρύπτη (κατηγορίες με τις οποίες η ΔΣ τιτλοφορεί τις ενότητες του βιβλίου της).

Γιατί όμως ένα παιδί γίνεται συλλέκτης; Γιατί ζει σ’ έναν κόσμο πλούσιο και δημοκρατικό, όπου μικρά και μεγάλα πράγματα έχουν την ίδια αξία γι’ αυτό.

Περισσότερο από τις λεπτόπλοκες όσο και αινιγματικού χαρακτήρα αναμνήσεις του Βάλτερ Μπένγιαμιν από την παιδική του ηλικία (βλ. Τα παιδικά χρόνια στο Βερολίνο το χίλια εννιακόσια, Άγρα 2005, και στα αγγλικά The Storyteller, Penguin 2016), στο σημείο αυτό μπορεί να μας φωτίσει περισσότερο ένας άλλος ποιητής, ο Ρ. Μ. Ρίλκε.

Στα πολυπληθή κείμενα επιστολών του που διασώθηκαν και περιλαμβάνονται στο βιβλίο Η σοφία του Ρίλκε (ελλ. έκδ. Πατάκης, 2009), σημειώνει:

[Το 1898, επιστολή στον Friedrich Huch:] Η παιδική ηλικία είναι μια χώρα εντελώς ανεξάρτητη απ΄τα πάντα – η μόνη στην οποία υπάρχουν βασιλιάδες. […] Θυμάμαι ακόμη… το κάθε πράγμα είχε τότε μιαν ιδιαίτερη σημασία και υπήρχαν πράγματα αμέτρητα. Και κανένα δεν είχε μεγαλύτερη αξία από κάποιο άλλο. Βασίλευε δικαιοσύνη ανάμεσά τους. Όλα έμοιαζαν έτσι που σ’ έκαναν να νιώθεις πως ξέρεις για κείνα πολύ περισσότερα από τους μεγάλους. Θαρρείς και κάθε πράγμα μπορούσε να σε κάνει ευτυχισμένο και τρανό αλλά και να σε σκοτώσει…

[Το 1901, επιστολή στον Helmut Westhoff:] Συμβαίνει οι περισσότεροι άνθρωποι να αγνοούν παντελώς πόσο όμορφος είναι ο κόσμος και πόση μεγαλοπρέπεια φανερώνεται στα πιο μικρά πράγματα, σ’ ένα λουλούδι, σε μια πέτρα, στο φλοιό ενός δέντρου ή στο φύλλο μιας σημύδας. […] [Τα παιδιά] χαίρονται το ίδιο αντικρίζοντας το φύλλο μιας σημύδας ή το φτερό ενός παγωνιού ή τη φτερούγα μιας κουρούνας, όσο και αντικρίζοντας μια μεγάλη οροσειρά ή ένα λαμπρό παλάτι. Το μικρό δεν είναι μικρό καθαυτό, ούτε και το μεγάλο μεγάλο. Ένα κάλλος, μεγάλο και αιώνιο, διατρέχει τον κόσμο ολόκληρο και είναι δίκαια μοιρασμένο ανάμεσα σε μικρά και μεγάλα πράγματα.

Ως παρέκβαση, στο σημείο αυτό, παραθέτω τα πράγματα που απασχόλησαν με την ίδια σημασία τον γιο μου Ευκλείδη, έξι ετών, τον Ιούνιο του 2016, σε μια επίσκεψη σ΄ένα παραθαλάσσιο εξοχικό σπίτι: Τα καβούρια, ο αστερίας, οι πεταλίδες, ο σπόγγος, τα ψαράκια, τα «γυαλιά»∙ τα μυρμήγκια, τα σκουλήκια και οι κάμπιες στο σάπιο ξύλο∙ οι σκορπιοί και οι ψαλίδες∙ οι τσουκνίδες∙ τα παράσιτα∙ τα δέντρα του κήπου∙ η λίμνη με το στάσιμο νερό και τα έντομα που ισορροπούν πάνω του∙ οι πέτρες∙ τα καλάμια ∙ η κούνια στο μπαλκόνι∙ η κουβέρτα του∙ ο αντίχειράς του (που εξακολουθούσε να τον θηλάζει)∙ δυο χρυσόμυγες, η μια πάνω στην άλλη.

Σ’ ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της συλλογής της, η Σιώζιου προσωποποιεί με ιδιοφυή αμφισημία τον κόσμο των ‘λιλιπούτειων’ πλασμάτων:

ΥΠΝΟΣ ΜΙΚΡΟΣ
Ξεχωρίζει με κλειστά μάτια
το σούρσιμο του φιδιού
από της σαύρας

διαφορετικά βαραίνει πάνω του
το φύλλο της καστανιάς
από της κερασιάς.

Δεν κινδυνεύει ο λιλιπούτειος κόσμος
από το σώμα του
μικρό και ελαφρύ πολύ

λαγοκοιμάται
πάνω στο νερό χορτάρι
συμφιλιωμένο με το χώμα

κανένα απ’ τα δύο
δεν το διεκδικεί
ακόμα.

(σελ. 12)

Για τη σημασία της παιδικής ηλικίας, ο Ρίλκε σημειώνει, ακόμα, προ-αναλυτικά:

[Το 1902, σε επιστολή του στον Friedrich Huch:] Το να έχεις παιδική ηλικία σημαίνει να ζεις χίλιες ζωές πριν απ’ τη μία.
[Το 1915, προς στην Magda Von Hattingberg:] Πιστεύω πως τα πολύ μικρά παιδιά βιώνουν τον εαυτό τους μέσα από δυσθεώρητης έντασης απολαύσεις, πόνους και ύπνο.
[Το 1916, προς την Aline Dietrichsen:] Αυτό σημαίνει να είσαι νέος: η βαθιά πίστη στις πιο όμορφες εκπλήξεις, η χαρά της καθημερινής ανακάλυψης.
Με ποιο τρόπο μπορούμε να ζήσουμε ως ενήλικες μια ζωή εφάμιλλη της παιδικής μας ηλικίας, σύμφωνα με τον Ρίλκε, ο οποίος πίστευε ότι ήταν κάποιος που “δεν κατάφερε να επιτελέσει την παιδική του ηλικία”;

[1921, επιστολή στη Nanny Wunderly-Volkart:] Βρισκόμαστε πιο κοντά στην ουσία της ζωής όταν, με τον δικό μας τρόπο, μοιάζουμε όσο το δυνατόν περισσότερο με τα παιδιά!
Μοιάζουμε μ’ αυτά, επομένως, όταν αντιμετωπίζουμε τη ζωή μας σαν παιχνίδι, αντλώντας τη χαρά μέσα από τα ίδια τα προβλήματά της (γεγονός που προϋποθέτει, ωστόσο, την κατανόηση των δυσκολιών, που το παιδί δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί).

[1904, “Επιστολή σ’ ένα νέο κορίτσι”:] Για σκεφτείτε: δεν είναι δύσκολη η παιδική ηλικία μέσα σ’ όλη της την ανεξήγητη συνάφεια; Δεν είναι δύσκολα για μια κοπέλα τα εφηβικά χρόνια; […] Αν για πολλούς λόγους η ζωή γίνεται κατόπιν ξαφνικά ευκολότερη, πιο ξέγνοιαστη και πιο χαρούμενη, αυτό οφείλεται αποκλειστικά στο ότι έπαψαν να την παίρνουν στα σοβαρά, έπαψαν ουσιαστικά να την αναλαμβάνουν, να τη νιώθουν και να την πληρούν με το βαθύτερο είναι τους. […] Αυτό που απαιτείται από εμάς είναι να αγαπήσουμε τη δυσκολία και να μάθουμε να τη χειριζόμαστε. Διότι μες στις δυσκολίες κρύβονται οι φιλικές δυνάμεις, τα χέρια εκείνα που μας πλάθουν. Μέσα στις δυσκολίες θα ’πρεπε να βρίσκονται οι χαρές μας, η ευτυχία μας, τα όνειρά μας. Και μόνο μες στα σκοτάδια των δυσκολιών έχει νόημα το πολύτιμο χαμόγελό μας.

ΤΥΦΛΟΜΥΓΑ

Σαν να παίζαμε με καθρεφτάκια
επιθετικά
μου επέστρεψες όλο το φως μου
με τύφλωσες κακέ
σου φώναξα
και δε σε ξαναείδα πια

(σελ. 67)

Χρήσιμα παιδικά ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ: Η χρησιμότητα του παιχνιδιού.

Στην περίφημη πρυτανική ομιλία του στο Πανεπιστήμιο του Leyden, το 1933, ο ιστορικός Johan Huizinga (1872-1945), προαναγγέλοντας το διάσημο έργο του Homo Ludens, του 1938, εισάγει ήδη την υπόθεση ότι μετά τις νοητικές κατασκευές του ανθρώπου ως έλλογου όντος (Homo Sapiens), και ως όντος-κατασκευαστή (Homo Faber), ο άνθρωπος θα έπρεπε μάλλον να επανοριστεί, ανθρωπολογικά, ως Παίζων άνθρωπος, ως Homo Ludens.

Στο έργο του, ο Χουίζινγκα υιοθετεί τις εξής θεμελιώδεις παρατηρήσεις:

i. Το παιχνίδι είναι μια συνθήκη που προηγείται του πολιτισμού, γιατί παρατηρείται στα ζώα στον ίδιο βαθμό με τους ανθρώπους («τα ζώα δεν περίμεναν τον άνθρωπο να τα μάθει να παίζουν», γράφει, ενώ απαρχή του πολιτισμού θεωρείται η εμφάνιση του γραπτού λόγου).
ii. Το παιχνίδι αποτελεί σημαίνουσα διαδικασία/πρακτική (δηλαδή, μια διαδικασία παραγωγής και απόδοσης νοήματος). Ως τέτοια, δεν συνδέεται με τα όρια της φυσικής ή βιολογικής δραστηριότητας.
iii. Στο παιχνίδι «παίζεται» κάτι το οποίο, χωρίς να συνδέεται με τις άμεσες ανάγκες της ζωής, είναι αυτό που το νοηματοδοτεί.
iv. Επομένως, το γεγονός ότι το παιχνίδι έχει νόημα (ότι αποτελεί δηλ. σημαίνουσα διαδικασία), οδηγεί στη μη υλιστική θεμελίωση της φύσης των πραγμάτων.

Κάτι από τη ‘χαρά της ζωής’ των παιδιών, κατά Ρίλκε, ανιχνεύεται σ’ αυτή τη μη-αιτιοκρατική, ωστόσο ζώσα πραγματικότητα του παιχνιδιού. Έρχονται στο νου, λ.χ., οι παρατηρήσεις του Ροζέ Γκαρωντύ, «Τι θα συνέβαινε αν, αντί να κατασκευάσουμε τη ζωή μας, είχαμε τη φρόνηση ή την τρέλα να τη χορέψουμε» (Ο χορός στη ζωή/Danser sa vie, 1973, ελλ. εκδ. Ηριδανός), ή του Ρολάν Μπαρτ, «Να διαβάζουμε, με την έννοια να καταναλώνουμε, σημαίνει να μην παίζουμε με το κείμενο· το ίδιο το κείμενο παίζει (όπως λ.χ. μια πόρτα μέσα στην οποία υπάρχει ‘παίξιμο’)· ο αναγνώστης, με τη σειρά του, παίζει δύο φορές: παίζει Κείμενο (αναζητεί δηλ. μια πρακτική η οποία να το αναπαράγει, όχι μόνο ως εσωτερική, παθητική μίμηση) και παίζει το Κείμενο (όπως στην τέχνη της μουσικής)· να πλήττεις στην ανάγνωση σημαίνει να μην μπορείς να παράγεις το κείμενο, να το αποσυνθέσεις, να το παίξεις, να το βάλεις μπροστά» («Από το έργο στο κείμενο», 1971, στον τόμο: Εικόνα-Μουσική-Κείμενο, Πλέθρον, 1988).

Το ποιητικό ΠΑΙΓΝΙΟ: Η δημιουργική διαδικασία.

Η ποίηση της Δανάης Σιώζιου, πέρα από την ενασχόλησή της με τους άξονες που αναφέρθηκαν (την έμφυλη/πολιτισμική ταυτότητα, την παιδική ηλικία, το παιχνίδι), μας παραπέμπει στη λειτουργία της ίδιας της ποίησης ως παιγνίου (λ.χ. ως «ονείρου έρωτος φιλοσοφικού», κατά Francis Bacon). Το ποιητικό παίγνιο είναι συστατικό στοιχείο της διαδικασίας ενηλικίωσης· ως τέτοιο, ορίζει και ταυτόχρονα υποσκάπτει τη συγγραφική πρακτική της ΔΣ, με τις ιδιότητες: επικίνδυνο, ειρωνικό, μεταφορικό.

Ισορροπώντας ανάμεσα στον έρωτα, ως θετική δύναμη (το σώμα του άλλου ως προέκταση του δικού μας σώματος, κατά Lacan – «Σκάλισέ μου, σε παρακαλώ, ένα βέλος στην πλάτη»), και την ενόρμηση θανάτου (με αφορμή λ.χ. τα μαλλιά των θυμάτων στο Άουσβιτς), το βιβλίο της επιχειρεί ν’ αφήσει να ηχήσει μέσα απ’ τις γραμμές του, ως αδιόρατος συριγμός, το ρίγος της ζωής.

ΤΟ ΒΕΛΟΣ

Έλα να παίξουμε. Εσύ θα μου ξεκουμπώνεις ένα ένα τα κουμπιά κι εγώ θα σου λέω από ένα όνειρο για το καθένα. Γυμνή η πλάτη μου, θα δεις, σχηματίζει ένα τόξο. Αλύγιστο. Όταν μπορέσεις, σκάλισέ μου, σε παρακαλώ, ένα βέλος.
(σελ. 31)

ΤΟ ΤΙΜΙΟ ΤΕΙΧΟΣ

Όχι, δεν τρέξαν όλοι για τα σουβενίρ.
Υπήρχαν άνθρωποι σε αίθουσες αναμονής
σε ιατρεία, νοσοκομεία και μαιευτήρια
σταθμούς τραίνων και λεωφορείων
γυναίκες στα κομμωτήρια και τις σάουνες
σάρκα που λιώνει δηλαδή και μαλλιά κομμένα
χιλιάδες φορές πάνω στο πάτωμα
καθώς και υπερπληθυσμός φακέλων
με αρχεία παρακολούθησης στα υπόγεια.
Αυτά είδαν οι σιδερένιοι γερανοί
εργοταξίου
στις 9 Νοεμβρίου του 1989
και έχουν ακίνητα απλωμένο από τότε το φτερό
στον ουρανό πάνω από το Βερολίνο
και ατσαλένιο το πόδι τους
στο σώμα μου.
Εγώ ήμουνα μικρή, δεν είχα δόντια
και κανονικά δεν θα ‘πρεπε να τα θυμάμαι
μα τα βράδια με νανούριζε ο Γιόχαν,
ο αδικοτιμωρημένος καταστροφέας αγκυλωτών
σταυρών
ευχή μου έδινε, να ζήσω όπως έζησε, κυνηγημένη
κι από τότε ουά ουά ουά το μπάσταρδο βρέφος του
αγαπητέ βοσκέ,
γερμανικών λυκόσκυλων στο Μπούχενβαλντ
που κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις.

(σελ. 44)

Ολοκληρώνοντας, εν κατακλείδι, στο σημείο αυτό την απόπειρα λογοτεχνικής απομυθοποίησης των παιδικών παιχνιδιών, αποδίδω στη ΔΣ ένα «χρήσιμο παιδικό παιχνίδι»: το μαθητικό τετράδιο του γράφοντος, ως μαθητή της Γ΄ Δημοτικού, στο 4ο Δημοτικό Σχολείο Λ…, το σχολικό έτος 1970-71 (με παράγγελμα: ‘βρείτε τι λείπει!’).

Τετάρτη 4.11.1970
Σήμερα ο αδελφός μου που είναι μικρός πέταξε τα μανταλάκια της μαμάς στα κεραμίδια του άλλου σπιτιού. Όμως εγώ ανέβηκα και τα πήρα. Αυτά μας κάνει πάντα.

Πέμπτη 29.10.1970
Χθες ήταν η εορτή της 28ης Οκτωβρίου. Έγινε μια ωραία παρέλασις, την οποία παρακολούθησα κι εγώ. Είδα τους στρατιώτες, τα σχολεία και άλλα πολλά.

Παρασκευή 4.12.1970
Σήμερα ο μπαμπάς μου άργησε να έρθει το μεσημέρι γιατί πήγε έξω να παρακολουθήσει τα έργα και η μαμά μου ανησυχούσε.

Σάββατο 24.10.1970
Η όμορφη πατρίδα μας
Η όμορφη πατρίδα μας είναι η πατρίδα των Ελλήνων και λέγεται Ελλάδα. Αυτή την όμορφη πατρίδα άλλοι την ζηλεύουνε και άλλοι την αγαπούνε. Αυτοί που την ζηλεύουνε και θέλουν το κακό της λέγονται κομουνιστές. Όμως ο Ελληνικός στρατός την φυλάει καλά. Αυτή την όμορφη πατρίδα έχουν οι Έλληνες με τις καταπράσινες κοιλάδες, με τα χαμηλά λοφάκια. Η πατρίδα μας είναι μικρή αλλά όμορφη.

Παρασκευή 16.10.1970
Ο σκαντζόχοιρος κι εγώ
Μια ημέρα πήγα με την μαμά μου, και με τον μπαμπά μου, στο χωράφι του παππού μου. Εκεί κάθισα κάτω από μια συκιά να ξεκουραστώ. Ξαφνικά ακούω μια φωνούλα σιγανή να με φωνάζει το όνομά μου. Γυρίζω πίσω και τι να δω! Τον φίλο μου τον σκαντζόχοιρο. Μόλις τον είδα χάρηκα πολύ, και πιάσαμε κουβέντα, και μου είπε την Ιστορία του. Γεννήθηκε στην εξοχή στις 3 Απριλίου, μαζί με 4 αδέλφια. Όταν ήταν μικρό τα αγκάθια του ήταν πολύ μαλακά γι’ αυτό έπινε γάλα από την μαμά του, αργότερα όμως που μεγάλωσε τα αγκάθια του σκλήρυναν και έτρωγε μόνο του γιατί δεν φοβόταν. Το καλύτερό του φαγητό είναι η οχιά. Είχε σώσει πολλούς ανθρώπους και ζώα από την φοβερή οχιά, γι’ αυτό τους ανθρώπους δεν τους συμφέρει να με πιάνουν. (Αλλαγή προσώπου). Μόνο μια μικρή ζημιά κάνω στους ανθρώπους. Τρώω τα σταφύλια τους. Κάνω το εξής: Κουνάω το κλήμα και οι ρώγες πέφτουν στη γη. Τότε γίνομαι μια αγκαθερή μπάλα και κυλιέμαι απάνω τους. Αυτές καρφώνονται στα αγκάθια μου και φορτωμένος τις πηγαίνω στη φωλιά μου. Εκείνη την ώρα άκουσα να με φωνάζει η μαμά μου. «Ξύπνα Σωκράτη». Εγώ σηκώθηκα και είδα πως ήμουν στο κρεβάτι μου. Όταν σηκώθηκα είπα στη μαμά μου πως στον ύπνο μου είδα πως μίλησα μ’ έναν σκαντζόχοιρο.

*Μια αρχική μορφή αυτού του κειμένου αναγνώστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στην Καντίνα Σοσιάλ, στις 21.6.2016.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη