frear

Ο σωστός αριθμός – του Μιχάλη Μακρόπουλου

Ο Κοσμάς Παπαγιάννης γύρισε σπίτι εξουθενωμένος τη μέρα που κήδεψε τη μητέρα του, Μαρία Παπαγιάννη, το γένος Χατζηθεοδώρου. Πήγαιναν ήδη δώδεκα χρόνια που ’χε πεθάνει ο πατέρας του ο Μανόλης.

Τα πόδια του είχαν πρηστεί μες στα παπούτσια, το δέρμα του είχε κοκκινίσει και τον φαγούριζε στην πλάτη και στο σβέρκο. Η Ελένη πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει κάτι πρόχειρο να φάνε. Ο ένας τους γιος ο Μανόλης δεν είχε έρθει· σπούδαζε στο Λονδίνο και δεν θα ’χε νόημα να μπει σε τόσο έξοδο και σε τέτοια ταλαιπωρία για την κηδεία της γιαγιάς του. Ο Κώστας είχε κατέβει απ’ την Αλεξανδρούπολη και τώρα ήταν έξω με την παρέα του.

Ο Κοσμάς είχε βάλει τις πιτζάμες του κι απλώς καθόταν στον καναπέ, με την τηλεόραση σβηστή. Σκέφτηκε να την ανάψει μα έπειτα το μετάνιωσε. Συλλογιόταν τη μητέρα του: απ’ τις σκέψεις και τις εικόνες που ανακατεμένες στριφογυρνούσαν στο μυαλό του, άρπαζε φευγαλέα μία, την άφηνε κι έπιανε άλλη. Δεν είχε κλάψει ούτε όταν το έμαθε ούτε στην κηδεία, μα τώρα δάκρυσε απέναντι στο μαύρο γυαλί της σκοτεινής οθόνης. Όταν φύσηξε τη μύτη του, κοίταξε το χέρι του σάμπως να ήταν ξένο. Το χέρι ενός γέρου. «Εγώ είμαι αυτός ο γέρος», σκέφτηκε.

Τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Θα ήταν κάποιος που δεν ήρθε στην κηδεία κι έπαιρνε για να συλλυπηθεί. Σηκώθηκε, έπιασε την ασύρματη συσκευή απ’ το τραπέζι κι απάντησε:

«Ναι;»

«Ποιος είναι;» ρώτησε μια παιδική φωνή κι ύστερα βουβάθηκε. Ακούστηκε μια αυστηρή γυναικεία φωνή να μαλώνει το παιδί και μετά η ίδια φωνή είπε στο τηλέφωνο:

«Συγγνώμη. Ο γιος μου πήρε λάθος αριθμό».

«Δεν πειράζει», είπε ο Κοσμάς. «Καληνύχτα».

«Καληνύχτα σας, και συγγνώμη πάλι για την ενόχληση».

Έπειτα κάθισε ξανά στον καναπέ μα κάτι τον βασάνιζε. Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα.

«Ποιος ήταν;» τον ρώτησε η Ελένη.

«Ένα παιδί – ένα αγοράκι. Κι ύστερα πήρε η μητέρα του το ακουστικό και μου ζήτησε συγγνώμη, είπε ότι ο γιος της είχε καλέσει λάθος αριθμό. Περίεργο…»

«Τι ’ναι περίεργο, Κοσμά;»

«Νιώθω σαν να υπάρχει κάτι που θα ’πρεπε να θυμηθώ, κάτι… Άσε, μη μου δίνεις σημασία, είμαι κουρασμένος».

***

Η γυναίκα, αφού ζήτησε συγγνώμη, κατέβασε το ακουστικό του τηλεφώνου. Ήταν μια μαύρη συσκευή από βακελίτη, στο ράφι της κουζίνας, και στον τοίχο πίσω κρεμόταν ένα ημερολόγιο του 1959. Για μια στιγμή στάθηκε κρατώντας ακόμα το κατεβασμένο ακουστικό κι έπειτα στράφηκε προς το εξάχρονο αγόρι και του ’βαλε τις φωνές:

«Δεν ντρέπεσαι, Κοσμά, να ενοχλείς τον κόσμο; Ποιος σου ’πε να τηλεφωνήσεις;»

«Τι τρέχει, Μαρία;» φώναξε από το σαλόνι ο Μανόλης.

«Ο κανακάρης σου βρήκε καινούριο παιχνίδι! Ανακάλυψε το τηλέφωνο και καλεί τυχαίους αριθμούς! Έτσι και το ξανακάνεις, κακομοίρη μου…»

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη