frear

Μετά την Ιζαμπέλα Μολνάρ* – της Αρχοντούλας Διαβάτη

Κι ο Ηλίας που έφυγε απ’ τη ζωή της χτυπώντας δυνατά πίσω του την πόρτα- στο διάβολο, Ηλία, στο διάβολο, άνθρωπέ μου. Ήθελε βλέπεις μια ζωή πιο φαντεζί, μια γυναίκα ελαφρότερη και σέξι, όχι μ’αυτό το άγχος το δικό της, που το έλεγε ζωγραφική, μελέτη, ξενύχτι κι αγωνία, και. Και η στενή της φίλη, η κολλητή της, έφυγε κι αυτή, τώρα βρήκε να φύγει, αποχωρίζοντας ένα μεγάλο κομμάτι ζωής, ένα μεγάλο παγόβουνο που στηριζόταν σ’ αυτό και το’ λεγε ζωή της και τώρα έφυγε κάτω απ’ τα πόδια της, μαζί με τη φίλη και όσα μοιραζόταν μαζί της, τον κόσμο όλο. Με θολωμένο το μυαλό, στο σκοτάδι του έρωτα είχε φύγει εκείνη, άλλαξε πόλη, έφυγε, ερωτική μετανάστις. Τέλος στους καφέδες τους, και τις συζητήσεις τους ντε προφούντις, στα κλάματα και στα γέλια τους, στις αναδρομές και στους αναστοχασμούς τους. Την πρόδιναν ένας ένας οι φίλοι της, ένας ένας έφευγαν.

Δικαίως, αυτή δεν είχε δηλώσει η πιο δυνατή; Απέναντι στον Ηλία, απέναντι στη χαμένη φίλη, έστρεφε τώρα κι αυτή σαν ασπίδα την προσδοκία εκείνη, που έτρεφε καιρό τώρα, από την αρχή της χρονιάς. Θα κέρδιζε το βραβείο και θα έβλεπαν όλοι τους. Θα κέρδιζε το βραβείο, και θα γύριζαν να την ξαναδούν, α, ώστε αυτή ήταν. Αρκετά καλή, ενδιαφέρουσα οπωσδήποτε. Αυτά μέχρι χτες, αλλά σήμερα τα αποτελέσματα που περίμενε βγήκαν, δημοσιεύτηκαν, και δεν ήταν μέσα . Κοίταξε με πυρετό, όπως παλιά στις Εισαγωγικές, ανέτρεξε σκανάροντας δεκάδες ονόματα, δεν ήταν αυτή ανάμεσά τους. Ούτε στην ακουαρέλα, στο πορτρέτο, κοίταξε όλους τους πίνακες, τα κατεβατά όλα – κι ας μην την αφορούσαν – δεν ήταν πουθενά, δεν ήταν καμιά, δεν είχε κανένα. Αυτή και η Μίνα μόνο τώρα, οι δυο τους, αγκαλιά μάνα και κόρη, κι ας πήγαιναν στο διάβολο όλοι. Η Μίνα, με τα καβαλέτα της, τα χρώματα και τα πινέλα της, φέτος είχε περάσει στη Σχολή, μια καλλιτέχνισσα κι αυτή, που την έκανε περήφανη.

Μίνα, τη φώναξε κι έτρεξε στο δωμάτιό της, ούτε το αυτοκίνητο- έτρεξε γρήγορα στο μπαλκονάκι και κοίταξε από ψηλά στη συνηθισμένη του θέση κάτω, έλειπε κι αυτό. Δύο η ώρα τη νύχτα και η Μίνα πουθενά. Πού έτρεχε το παιδί της και δεν ήταν εδώ, να την κρατήσει στην αγκαλιά της τώρα που πονούσε, χωρίς να’ χει να περιμένει το βραβείο και την προσδοκία, που τη ζέσταινε όλη τη χρονιά φέτος, κι ούτε στον εαυτό της δεν το ομολογούσε. Θα έπαιρνε το βραβείο και θα ‘βρισκε όρεξη να γράψει και να ζωγραφίσει ξανά, να ξενυχτήσει πάλι, ξεχνώντας και τ’ όνομά της, δοσμένη με πάθος, όπως ήξερε να δίνεται παλιά, μέχρι να ροδίσει η νέα μέρα μπρος στο παράθυρο της βιβλιοθήκης. Μίνα, πού είσαι, παιδί μου.

Ανησυχία μαύρη που δεν είχε με τι να την ταίσει, να τη σωπάσει, έτσι που μεγάλωνε και θέριευε και την κατάπινε όλη. Βραβεία και καταξίωση, και ψήλωνε ο νους της και τρελαινόταν. Το παιδάκι της, αυτό και μόνο δίπλα της, της έδινε ένα νόημα ,να πολεμήσει, να τα βάλει με θεούς και δαίμονες. Η Μίνα, ένα παιδί ζωντανό και άγριο, που της πήγαινε κόντρα συνέχεια, αλλά προσέβλεπε σ’ αυτήν και στη δημιουργικότητά της. Την είχε κρυφό καμάρι και χαρά. Στη δύσκολη σχέση τους, ομνύει. Και να που η Μίνα έλειπε και δεν της τηλεφώνησε όλη μέρα και είχε το τηλέφωνό της κλειστό. Θεούλη μου, δεν θα ζητούσε ποτέ τίποτα, μόνο να’ ναι καλά η μικρή τους οικογένεια, το παιδί της κι αυτή. Να προσπαθούν μες στον μεγάλο κόσμο, μόνον αυτή κι η Μίνα. Η Μίνα, αυτό ήταν το δημιούργημά της, Παναγία μου. Έτρεξε στη βιβλιοθήκη, άνοιξε το κομπιούτερ, μπήκε σε μερικά νυσταγμένα σάιτ και χρονολόγια, διάβασε μερικά κείμενα, έβαλε κάποια λάικ και βγήκε συλλογισμένη. Πού είσαι παιδί μου, δεν είπαμε να μην κλείνεις ποτέ το τηλέφωνό σου. Να τώρα που την ματώνει η αγωνία. Τίποτα δεν θέλει. Νά’ ναι καλά οι δυο τους, αυτή κι η Μίνα. Αυτή ήταν η ασπίδα της, αυτήν θέλει τώρα να στρέψει απέναντι στον κόσμο όλο- στο διάβολο τα βραβεία, οι μεγάλες προσδοκίες.

Ακούστηκε μια μηχανή κάτω, σε λίγο και το ασανσέρ και περίμενε μετρώντας τα πατώματα, πρώτο, δεύτερο, πού θα σταματούσε. Ουπς, εδώ είμαστε, στον τρίτο. Η Μίνα ήτανε. Η ζωή της ήτανε, που γύριζε πάλι το αίμα στις φλέβες της. Καλημέρα, Ζωή, είπε. Μαμά, εγώ είμαι, είπε ξαφνιασμένο το παιδί της και αποσπάστηκε ανήσυχο από το άγριο αγκάλιασμα, η Μίνα είμαι, βρε. Καλημέρα, Ζωή!

Στο κρεβάτι της αργότερα, με τα μάτια ανοιχτά στο σκοτάδι, κοιτάει τη ζωή της, σκανάρει τα κεφάλαια όλα. Παιδικά χρόνια και νεότητα και πλήρωση και εκπλήρωση και. Όλα έγιναν για να έρθει τώρα αυτή η στιγμή, μετά τόσες απώλειες και ματαιώσεις χρόνων, να έρθει τώρα αυτή η στιγμή, να έχει μόνο μια μικρή ασπίδα να εμπιστεύεται, τη δημιουργικότητά της, απέναντι σε εχθρούς και φίλους. Αυτή τη μικρή ασπίδα, τον εαυτό της. Αυτή η ίδια έπρεπε στο εξής να συνεχίσει ,να πατάει γερά στη γη και να στηρίζει και τη Μίνα. Πού είσαι Μίνα, πού είσαι παιδί μου. Εδώ ήταν. Είχε γυρίσει απέξω, δεν το θυμόταν; Ήταν στο δωμάτιό της. Ελαφριά ακουγόταν σαν μουσική ξεχασμένη, η ανάσα της. Κοιμόταν, κι όλο το σπίτι κρατούσε την αναπνοή του. Δόξα τω θεώ. Αύριο θα ήταν μια άλλη μέρα.


*Από ΤΟ ΦΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΙΖΑΜΠΕΛΑΣ ΜΟΛΝΑΡ, διήγημα του Δ.Χατζή.
Θεσσαλονίκη, 16-1-2017

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη