frear

Για το βιβλίο «Κατόπιν σύστασης γιατρού» της Ολβίας Παπαηλίου – γράφει η Νότα Χρυσίνα

Ολβία Παπαηλίου, Κατόπιν σύστασης γιατρού, Θράκα, Λάρισα 2016.

Η Ολβία Παπαηλίου γράφει μια μυθιστορία παραπέμποντας εν μέρει στον όρο που αναφερόταν στον θεματικό κύκλο του βασιλιά Αρθούρου και τους ιστορικούς μύθους γύρω από το παρελθόν της Βρετανίας. Η συγγραφέας μένει μόνιμα στο Γιόρκσηρ της Βρετανίας και γνωρίζει άριστα τους κέλτικους μύθους και θρύλους. Ο τίτλος του βιβλίου είναι Κατόπιν σύστασης γιατρού και παραπέμπει ευθέως στην επαγγελματική ιδιότητα της συγγραφέως που είναι ψυχαναλύτρια.

Η Παπαηλίου έχει ήδη εκδώσει μία ποιητική συλλογή και δημοσιεύει κείμενά της που κοινό χαρακτηριστικό τους έχουν το παιχνίδι με τη γλώσσα και τον μύθο.

%ce%bf%ce%bb%ce%b2%ce%af%ce%b1-%cf%80%ce%b1%cf%80%ce%b1%ce%b7%ce%bb%ce%af%ce%bf%cf%85-%ce%ba%ce%b1%cf%84%cf%8c%cf%80%ce%b9%ce%bd-%cf%83%cf%8d%cf%83%cf%84%ce%b1%cf%83%ce%b7%cf%82-%ce%b3%ce%b9%ce%b1Στη μυθιστορία της χρησιμοποιώντας τα κείμενα που γράφει μία ασθενής με τα αρχικά Μ. Γκ., η οποία φιλοξενείται με τη θέλησή της σε ένα θεραπευτήριο με το όνομα «Η Καλή Θέα», φέρνει τη γλώσσα στα όριά της. Καθώς η Μ.Γκ., με τη βοήθεια του Δρ. Τ., σκαλίζει τον «εσωτερικό της κήπο» για να βρει τη θρυμματισμένη της ταυτότητα, η γλώσσα από παραληρηματική, παιχνιδιάρα, ατίθαση γίνεται εξομολογητική και, μέσα από τη σχέση με τον γιατρό-θεραπευτή, λυτρωτικά αγαπησιάρα και εμπιστευτική. Σημάδι μιας επιτυχούς έκβασης θεραπείας. Η συγγραφέας κατορθώνει, έτσι, να μεταδώσει στον αναγνώστη τον διπλό ρόλο της γλώσσας, ως μυστήριο θεραπείας και παράλληλα λογοτεχνικής δημιουργίας. Διότι ο θεραπευτής ρίχνει φως στο σκοτάδι όπως και η συγγραφέας: «…κι ήμουν χαρούμενη για τόση ανθρωπιά που η τολμηρή η νεαρή συγγραφέας είχε βρει μέσα στην ύπαρξη, ώστε να ρίξει φως μες στο σκοτάδι.»

Και παρακάτω εξηγεί τι κάνει ο συγγραφέας όπως ακριβώς και ο θεραπευτής: «Γιατί, νομίζω, αυτό κάνει ο συγγραφέας: με τρυφερότητα μας ξεφλουδίζει και μας ανοίγει στα μυστήρια του σύμπαντος. Κι άλλοτε, γδέρνει το τομάρι του το ίδιο για να μας δείξει ότι γίνεται κι αυτό, να μη φοβόμαστε. Θέλω να πω, ο συγγραφέας, ενώ έχει εξουσία (γιατί μπορεί να μας μαγέψει, γοητέψει – μπορεί να μας κατακρημνίσει σε γκρεμό), έχει ωστόσο και το όπλο μιας πίστης και μάλιστα μιας Πίστης Πολύπλευρης: ότι ο ίδιος, με το χέρι στη φωτιά θ’ ακολουθήσει την ψυχή του και τη γλώσσα, κι ότι ο αναγνώστης θα’χει πίστη στην ανάγνωση!»

Ο χρόνος του βιβλίου εκτείνεται σε 28 μέρες όσες και οι επιστολές που γράφει η ασθενής Μ.Γκ. προς τον θεραπευτή της. Κάθε έβδομη επιστολή ακολουθείται από ένα πόρισμα του θεραπευτή που μοιάζει με ένα λογοτεχνικό ιντερμέτζο –εάν υπάρχει αυτός ο όρος– που μας εισάγει στο επόμενο «ξεφλούδισμα» της ψυχής της Μ. Γκ. που ξεκίνησε να θυμάται τον εαυτό της «παιδάκι με πνεύμα ακατάστατο, με ανησυχίες και περιέργειες» και με αδυναμία στον πατέρα τόσο που σε μια «ενδιαφέρουσα παραδρομή της σκέψης» γράφει πως «ήμουν η Γυναίκα του Πατέρα μου». Φυσικά η εικόνα της μητέρας εξηγεί αυτή τη σχέση, καθώς ακόμη και η λέξη «η μαμά μου πώς με δάγκωνε η λέξη αυτή στο στόμα: η μαμά μου!… με κρύα χέρια και καρδιά να στάζει πάγους.»

Η Μ.Γκ. κατορθώνει να θυμηθεί αυτό που είχε απωθήσει και τελικά να πει αυτό που θυμόταν ότι ξέχασε διότι «άλλο να θυμάμαι ότι ξέχασα, και άλλο να θυμάμαι το τι ξέχασα, κι ακόμα ένα άλλο να το πω αυτό που είχα πιθανώς ξεχάσει να θυμάμαι». Αυτή η οδυνηρή αλήθεια είναι τελικά «Πρόλογος ή επίλογος» ανάλογα με το «πώς θα διαβαστεί και πού θα χρησιμοποιηθεί» μας λέει η Παπαηλίου ολοκληρώνοντας αυτό το παιχνίδι με τη γλώσσα, με τα νοήματα και με τους ρόλους που συνιστούν ένα αφήγημα που τέρπει με ήχους, εικόνες, σύμβολα και που μας λέει τελικά πως ο νους και μέσα από αυτόν η γλώσσα κατασκευάζει κόσμους και μύθους που μας κρατούν φυλακισμένους σαν τις βασιλοπούλες στα χρόνια των ιπποτών του Μεσαίωνα («Μυθολογία είναι όλη η ζωή μας»). Ωστόσο, η επιθυμία της αυτογνωσίας μπορεί να λύσει το μυστήριο και να μετατρέψει τη γλώσσα σε κλειδί ώστε να βρούμε τη μυστική οδό προς το θαύμα της ζωής. Γιατί, όπως «Έλεγε κάποιος που λεγότανε πως ήτανε σοφός, ότι την κάθε μέρα (και την ίδια τη ζωή μας) ωραίο πως θα ήταν να τη ζούμε όχι σαν το μυστήριο που πρέπει να λύσουμε, αλλά σαν ένα θαύμα που θα χάναμε πολλά αν δεν το νιώθαμε. Και σίγουρα, βέβαια, αναμφίβολα θα είχε αυτός ο κάποιος ένα δίκιο… Κι όμως, και όμως: πώς να αφεθεί κανείς το μέγα αυτό θαύμα να διακρίνει, εάν του έχει συσκοτίσει τη ματιά του το μυστήριο; Και, μερικές φορές, προτού να δεις το θαύμα, πρέπει να έρθεις σ’ επαφή με το Μυστήριο!»

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Πίττας.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη