frear

Χρύσα Φάντη, Η ιστορία της Σ. Μια ανοίκεια αφήγηση ψυχικού κατακερματισμού – γράφει η Χαρά Νικολακοπούλου

Στις αρχές του 20ού αιώνα η σχολή του ρώσικου φορμαλισμού πρότεινε τον όρο ‘ανοικείωση’ ως απάντηση στο ερώτημα τι είναι λογοτεχνικότητα και τι είναι εκείνο που διαφοροποιεί τον λόγο-γραφή από άλλα είδη λόγου, και διατύπωσε την άποψη ότι η λογοτεχνία διαφοροποιεί και ανανεώνει την αίσθηση ζωής-πραγματικότητας, δρα διαφορετικά και μας ‘ξεμαθαίνει’ τον κόσμο, τον κάνει μη οικείο. Επιμένοντας ταυτόχρονα στην ιδέα της ποιητικής γλώσσας που γίνεται μη οικεία, παράξενη δηλαδή, η λογοτεχνία-ποίηση κάνει τη γλώσσα έμμεση, δύσκολη, περίπλοκη. Όλες αυτές οι σκέψεις μου γεννήθηκαν διαβάζοντας το πρόσφατο μυθιστόρημα της Χρύσας Φάντη, Η ιστορία της Σ. των εκδόσεων Γαβριηλίδη (Αθήνα, 2016). Ένα βιβλίο που μας ξε-μαθαίνει όσα γνωρίζαμε για τη λογοτεχνία και μας κάνει από την αρχή τις συστάσεις.

9789601620558-1000-0247228Εννιά χρόνια μετά τη συλλογή διηγημάτων Το δόντι του Λύκου από τις εκδ. Πατάκη, η Χρύσα Φάντη ταράζει τα νερά, κάνοντας ένα εντυπωσιακό λογοτεχνικό άλμα που μας ξαφνιάζει με τη μοντέρνα γραφή του, με την ιδιαιτερότητα του ύφους και την πρωτοτυπία της σύλληψης. Ένα ρηξικέλευθο εγχείρημα που την αναδεικνύει σε στυλίστα της γραφής.

«Πότε άρχισε; Άρχισε; Όλα περασμένα από την πριονοκορδέλα του χρόνου. Ιστορίες ρετάλια. Ιστορίες που δεν έχουν δόντια κι όμως δαγκώνουν…»

Αλήθεια πώς συμπεριφέρεται η γλώσσα όταν πασχίζει να περιγράψει το ανείπωτο; Να αρθρώσει το ακατονόμαστο; Με ποιες δομές και ποιες αφηγηματικές τεχνικές αποδίδεται η κόλαση της κακοποίησης ενός παιδιού, του πολλαπλού σωματικού και ψυχικού του βιασμού; Πώς αποδίδεται λεκτικά ο υπέρτατος πόνος; Πώς ανασυντίθεται η κομματιασμένη μνήμη όταν απηχεί ανομολόγητα ψυχικά τραύματα;

xrisa-fanth«Τα όρια της γλώσσας μου ορίζουν τα όρια του κόσμου μου» είχε πει ο Wittgenstein. Είπε, δηλαδή, ευθαρσώς ως φιλόσοφος (ο Βιτγκενστάιν) ότι ο κόσμος μου είναι τόσος και τέτοιος όσο μπορώ να τον εκφράσω γλωσσικά. Ό,τι άλλο έχω μέσα μου και δεν μπορώ να το εκφράσω, αντικειμενικά δεν μπορεί να υπάρξει και γι’ αυτό είναι καλύτερα να σιωπώ. Γλωσσολογική προέκταση αυτής της ρήσης είναι ότι τα πάντα περνούν μέσα από τη γλωσσική επεξεργασία, μέσα από τον γλωσσικό κόσμο τού καθενός» (Νανόπουλος-Μπαμπινιώτης, Από την κοσμογονία στη γλωσσογονία. Μια συν-ζήτηση, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2010). Αν η γλώσσα είναι φορέας κοσμοθεωρίας και εφόσον η γλωσσική και κοινωνική συμπεριφορά βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση, τι συμβαίνει όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια αποκλίνουσα συμπεριφορά στη γλώσσα και στο ύφος ενός λογοτέχνη; Το λογοτεχνικό ύφος ως απόκλιση από τη γλωσσική νόρμα αποτέλεσε, βέβαια, αντικείμενο πολύπλευρης διερεύνησης από τις διάφορες σχολές της θεωρητικής υφολογίας. Αρκετοί μελετητές έχουν επιδοθεί στην αναλυτική μελέτη των διαλεκτικών/ιδιωματικών στοιχείων που επανέρχονται στο έργο κορυφαίων λογοτεχνών (Βαλαωρίτης, Βενέζης, Εφταλιώτης, Καζαντζάκης, Σικελιανός, Ψυχάρης, Σεφέρης, Ελύτης κ.ά.) και καθορίζουν τις ιδιαιτερότητες στο ύφος του καθενός. Γλωσσική νόρμα είναι, στην ουσία, οι γλωσσικοί κανόνες που όλοι στην καθημερινότητά μας ακολουθούμε και που, κατ’ επέκταση, είναι στην ουσία κοινωνικοί κανόνες οι οποίοι καθορίζουν δεσμευτικά την έκταση, την επιλογή και την ειδική χρήση των γλωσσικών μέσων. (Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, Γλωσσική και λογοτεχνική κριτική, Αθήνα 2002).

Ποικίλες ερμηνείες που έχουν προταθεί κατά καιρούς από τη σύγχρονη υφολογική θεωρία ως προς τον ακριβή ορισμό του όρου ύφος βρίσκονται πέραν των αναζητήσεων του παρόντος κειμένου. Θα περιοριστούμε μόνον να παραθέσουμε τον ορισμό του Γ. Μπαμπινιώτη: « …η έννοια του ύφους είναι άμεσα αισθητή στον μελετητή του λογοτεχνικού κειμένου ως η ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζει τη γλωσσική του μορφή, αδιάσπαστα συνδυασμένη μ’ ένα συγκεκριμένο μήνυμα». (Γ. Μπαμπινιώτης, Γλωσσολογία και λογοτεχνία. Από την Τεχνική στην Τέχνη του λόγου, Αθήνα, Β΄ έκδ. 1991).

Το λογοτεχνικό ύφος διαθέτει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που το διαφοροποιούν από το ατομικό ύφος. Αυτά είναι: 1) η ποιητική γραμματική, το σύνολο δηλαδή των γλωσσικών δομών που συνθέτουν το προσωπικό ύφος του λογοτέχνη, που στηρίζεται σε επιλογές και αποκλίσεις. 2) η βιωματική/ συγκινησιακή χρήση της γλώσσας, και 3) η προθετικότητα, οι προθέσεις δηλαδή του δημιουργού μέσα και έξω από το έργο του (ό.π. σ. 101-129).

Ποια είναι τα στοιχεία που απαρτίζουν την ποιητική γραμματική της Χρύσας Φάντη; Μικροπερίοδος λόγος, χαμηλοί τόνοι, μικρά αινίγματα άλλοτε σαν παιδικά τραγούδια άλλοτε σαν σκοτεινοί εφιαλτικοί χρησμοί, προτάσεις κάποτε ασύνδετες, κυρίαρχη η τεχνική του ελεύθερου συνειρμού. Απανωτά ερωτήματα χωρίς απάντηση. Δομές που προσεγγίζουν την ποιητική δημιουργία. Όλα δηλωτικά μιας κατακερματισμένης και παραπαίουσας συναισθηματικής κατάστασης.

alex-veledzimovich
Φωτογραφία: Αlex Veledzimovich

Το επόμενο ερώτημα, όσον αφορά τον χώρο της λογοτεχνίας, είναι τι ακριβώς υποκρύπτει αυτή η καταφανής ρήξη με τη γλωσσική καθεστηκυία τάξη στην περίπτωση της Χρύσας Φάντη; Στην ιστορία που μας απασχολεί, στην ιστορία της Σ., έχουμε ένα κορίτσι –και αργότερα γυναίκα– με κατακερματισμένο ψυχισμό και μια γλώσσα ασθμαίνουσα που θρυμματίζεται και υποφέρει για να παρακολουθήσει έτσι τον εσώτερο κόσμο της ηρωίδας. Η ηρωίδα Σ. γεννιέται στην Ερεσό μέσα στα κύματα της θάλασσας από μια μητέρα μισοπεθαμένη. Γοητευτική γλώσσα, λεκτικά παιχνίδια, κρυμμένα ένοχα μυστικά, ένα παιχνίδι με τις δαιδαλώδεις διαδρομές ενός βασανισμένου μυαλού που παλεύει να αποκρυσταλλώσει τα παθήματά του στην γλωσσική του απόδοση. Ίσως γιατί όσα στοιχειώνουν την ηρωίδα του βιβλίου, αιμομιξία, κακοποίηση, έλλειψη αγάπης, ορφάνια, οδυνηρές αποκαλύψεις, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να ειπωθούν, να αρθρωθούν, να αποδοθούν στο χαρτί παρά μόνον αυτός.

Το κείμενο βρίθει από διαρκείς ερωτήσεις και ερωτηματικά. Καμία βεβαιότητα, όλα είναι ρευστά και μπορούν να ανατραπούν. Φράσεις που συσκοτίζουν αντί να αποκαλύπτουν, διαδρομές δαιδαλώδεις που παραπλανούν και γοητεύουν ταυτόχρονα τον αναγνώστη, βυθίζοντάς τον σε μια νοσηρή σκοτεινή ατμόσφαιρα. Ένα βιβλίο που διαβάζεται με πολλούς τρόπους και κυρίως διαβάζεται ανάμεσα και πίσω από τις γραμμές. Αποσπάσματα από τον Δάντη, τους Ψαλμούς του Δαυίδ, τον Κάφκα, τον Χούλιο Κορτάσαρ, την Ελφρίντε Γέλινεκ, την Τζένη Έρμπενμπεκ, τον Ηλία Βενέζη και την Μαργαρίτα Καραπάνου επιτείνουν ακόμα περισσότερο τον σκοτεινό κόσμο, τον νοσηρό ψυχισμό του αφηγηματικού υποκειμένου.

Καταλήγοντας, θα λέγαμε ότι η απελευθέρωση των γλωσσικών συμβάσεων είναι εκκωφαντική. Η συγγραφέας είναι φανερό ότι κατέχει γερά τα μυστικά και τους νόμους της γραφής και δεν διστάζει, στο συγκεκριμένο έργο της, να τους παραβεί και να δοκιμάσει καινούργιους εκφραστικούς δρόμους. Να βαδίσει σε άγνωστα μονοπάτια πρωτοδιάβατα, δημιουργώντας ένα ύφος απόλυτα προσωπικό και γοητευτικό. Η ηρωίδα της Σ. θα μπορούσε να είναι μία Σιωπία (αγαπημένη φιγούρα του Γιάννη Σκαρίμπα). Η αφήγηση άλλοτε σε α΄ πρόσωπο, άλλοτε σε β΄ και συχνά τριτοπρόσωπη. Ντοπιολαλιά της Λέσβου στους διαλόγους. Το κείμενο υπακούει σε έναν εσωτερικό ψίθυρο που κάπου κάπου γίνεται κραυγή.

Ο αναγνώστης είναι αδύνατον να μείνει απαθής θεατής στα δρώμενα. Πολύ σύντομα θα ανακαλύψει πως έχει εμπλακεί ενεργά, ίσως και άθελά του στον ιστό της αράχνης που προσεκτικά και μεθοδικά υφαίνει η συγγραφέας ή μήπως η Σ. ή μήπως η Σοφία; Οι αλλόκοτες περσόνες που εναλλάσσονται αδιαλείπτως αφήνουν τόσα κενά όσα πρέπει να συμπληρώσει η φαντασία και η συνέργεια του αναγνώστη. Με άλλα λόγια είναι ένα βιβλίο που αναζητά συνεργούς ώστε να συντελεστεί η λογοτεχνική μέθεξη. Και θα τους βρει στο πρόσωπο και στο μυαλό του επαρκούς, υποψιασμένου αναγνώστη ο οποίος θα κληθεί να συμπληρώσει το δικό του κομμάτι στο παζλ.

Σαφώς και υπάρχουν πολλοί τρόποι να αφηγηθεί κανείς μια ιστορία. Τόσοι όσοι και οι άνθρωποι που θα θελήσουν να την αφηγηθούν. Γιατί κάθε λογοτέχνης διαθέτει το δικό του προσωπικό ύφος. Η Χρύσα Φάντη διάλεξε έναν απαιτητικό , δύσκολο τρόπο να μας αφηγηθεί μια δύσκολη και απαιτητική ιστορία. Ένα πρωτότυπο όσο και τολμηρό λογοτεχνικό εγχείρημα για μυημένους αναγνώστες, θα αφήσει το δικό του δυνατό αποτύπωμα και θα αποτελέσει σημείο αναφοράς στην λογοτεχνική παραγωγή του τόπου μας τόσο για την πρωτοτυπία της τεχνικής του όσο και για τον αναβαθμισμένο ρόλο που προτείνει στον –και απαιτεί ταυτόχρονα από τον– αναγνώστη. Το αν κάποιος θελήσει να αναλάβει με αξιώσεις αυτόν τον απαιτητικό ρόλο, αυτό έγκειται στη διάθεση και την πρόθεση του καθενός μας.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: R.B. Kitaj.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη