Μισεύει η γυναίκα κι επανέρχεται
σ’ έναν τόπο που μυρίζει παγίδα,
καπνός συντροφεύει το βήμα της
και στο στήθος μια κόκκινη κορδέλα.
Φιμώνεται το στόμα της, τα χείλη της καίγονται
βουβαίνεται ο τόπος, ο ορίζοντας την εγκαταλείπει
Ελευθερία η γυναίκα και κουτσαίνει το βήμα της
περπατά και παιδιά τής βυζαίνουν τα νύχια.
Μια επώνυμη αρχόντισσα με μάτια πράσινα
τινάζει τα χέρια και ιστορία γεμίζει ο κάμπος
θυμάρι στα μαλλιά της οι θύμησες,
φίδια που ’χάσαν το δρόμο.
Σβήνει η πνοή, η θωριά της ξεβάφεται,
το βήμα ρυάκι από αίμα,
το χώμα μια πνοή που ανασταίνεται
μ’ έναν κουτσό μαίανδρο για σήμα.
Όλα στο φως και στη χώρα
ένα σκοτάδι τής ανοίγει τα πόδια
ένας πόλεμος γλιστράει στα γόνατα,
γεμίζει μελάνι την κοιλιά της.
Βοά εκείνη, το σώμα της εκτείνεται,
σε μια μάχη αμφίρροπη κλαίει
κι όταν εκείνη απότομα χάνεται
σηκώνει το χέρι της μαχαίρι.
[Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή Μια χούφτα χώμα. Έργο: Αnton Solomoukha.]