frear

Ούτε μια λέξη – του Γιώργου Χουλιάρα

Ούτε μια λέξη, όταν για πρώτη φορά μου μίλησε η μητέρα μου, δεν ήξερα από τη μητρική μου γλώσσα, όπως αργότερα έμαθα ότι έλεγαν τη γλώσσα που μιλούσε, αφού πια όμως μια άλλη γλώσσα μιλούσα, παρόμοια ή διαφορετική από τη δική της.

Δεν αποκλείεται βέβαια να μην ήταν αυτή η πρώτη φορά που μου είχε μιλήσει, καθώς μπορεί να το είχε κάνει και προηγουμένως, αλλά η πρώτη φορά που την άκουσα, ενώ μια λέξη ούτε από άλλους δεν είχα ακόμη ακούσει, πριν αρχίσει να μου μιλά και να την ακούω, όπως επίσης αργότερα έμαθα ακούγοντας να λέει πως με τα λόγια τους την ενθάρρυναν μέχρι να αρχίσει να εμφανίζεται το κεφάλι μου, χωρίς μετά να χρειαστεί να συνεχίσουν, όσοι βοήθησαν να βγω από μέσα της, όπου θα πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο να την ακούσω όσο και αν μου μιλούσε.

Από όλα αυτά συμπεραίνω πως θα ήταν αδύνατον, ακόμη και αν ήθελα, να μιλώ στον εαυτό μου, γιατί σε ποια γλώσσα θα μιλούσα εκεί που βρισκόμουν, αφού καμία γλώσσα δεν γνώριζα, αλλά ούτε και εκείνος που αμέσως μαθαίνει όποια γλώσσα γνωρίζω, ενώ πάλι αργότερα θα μπορούσαμε να μιλάμε στη μητρική μας ή σε κάποια άλλη γλώσσα ή να κάνουμε ότι μιλάμε σε γλώσσα που υποτίθεται ότι γνωρίζαμε και οι δύο ή έστω να ακούμε σε μια γλώσσα που δεν γνωρίζαμε.

Άρχισε να μιλά το παιδί, έρχονταν και ρωτούσαν όχι όλοι, αλλά πολλοί από εκείνους που δεν σου έδιναν την εντύπωση, από όσα τέλος πάντων άκουγες, ότι εύκολα θα επέτρεπαν και σε κάποιον άλλον να μιλήσει. Γι’ αυτό αναρωτιόμασταν, στον βαθμό πού είχαμε ήδη αρχίσει να κουβεντιάζουμε τέτοια ζητήματα με τον εαυτό μου, μήπως θα έπρεπε να παριστάνουμε ότι δεν μιλάμε ή τουλάχιστον ότι εγώ δεν μιλώ για μεγάλο διάστημα μετά τη στιγμή που θα μπορούσα να αρχίσω να μιλώ και αμέσως κατά συνέπεια και εκείνος.

Μήπως θα έπρεπε να μη μιλάμε καθόλου; Αλλά για πόσο; Ποτέ όσο ζούσα; Ποτέ μέχρι να πεθάνει εκείνος; Και μετά; Θα άρχιζα να μιλώ όταν εκείνος θα ήταν αδύνατον να μιλήσει; Ή θα ήταν δυνατόν να μιλά εκείνος ενώ εγώ είχα πεθάνει; Και τι θα έλεγε η μητέρα μου; Πάντοτε στη δική της γλώσσα; Ή υπήρχε περίπτωση εν τω μεταξύ να είχε μάθει κάποια άλλη γλώσσα; Και αν είχε μάθει κάποια άλλη γλώσσα ενώ εγώ ακόμη δεν μιλούσα, ποια θα ήταν η μητρική μου; Εκείνη που ήταν και η δική της ή η άλλη που εν τω μεταξύ είχε μάθει ενώ δεν μιλούσα; Και ποιος θα μιλούσε για αυτό; Και με ποιον θα μιλούσα, αν όχι με τον εαυτό μου εν τω μεταξύ;

Δεν ξέρω αν η πίεση να απαντήσω σε κάποια τουλάχιστον από τα ερωτήματα αυτά ήταν εκείνο που με έκανε να μιλήσω. Δεν ξέρω αν εκείνος το γνώριζε και δεν μου το έλεγε, καθώς μερικές φορές δεν μιλιόμασταν με τον εαυτό μου. Δεν ξέρω αν και μόνον η σκέψη ότι θα ήταν εντελώς αδύνατον να συνεννοηθούμε μεταξύ μας, αν μιλούσαμε ας πούμε εκείνος τη μητρική γλώσσα της μητέρας μου, ενώ εγώ τη γλώσσα που εν τω μεταξύ θα είχε γίνει της μητέρας μου, στο διάστημα δηλαδή που δεν μιλούσαμε, ήταν εκείνο που τον έκανε αμίλητο.

Όπως και αν έχουν τα πράγματα, δεν έχω την καλύτερη γνώμη για εσωτερικούς μονολόγους ούτε όμως για διαλόγους που δεν είναι παρά διπλές δικαιολογίες για μονολόγους, λες και ο εαυτός σου δεν μιλά καμιά άλλη γλώσσα, ενώ εκείνος λέει ότι μιλά ακριβώς όπως εσύ. Ούτως ή άλλως, τι νόημα έχει να μιλάμε ακόμη και με τον εαυτό μας, αν εκείνος δεν μιλά με εμάς; Αλλά ας μη μιλάμε πάλι για αυτά.

[Από την ανέκδοτη σειρά Περιαυτολογίες. Ζωγραφική: Alejandro Obregón Rosés.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη