frear

Η σημαντική κατανόηση της ασημαντότητας – του Χρήστου Βασματζίδη

Μίλαν Κούντερα, Η γιορτή της ασημαντότητας, μτφρ. Γιάννης Η. Χάρης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2014.

Στις Προδομένες Διαθήκες (μτφρ. Γιάννης Η. Χάρης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1996) υπάρχει μια ιστορία που αφηγείται ο ίδιος ο Κούντερα. Ένας μεγάλος καθηγητής της ιατρικής ζήτησε να τον συναντήσει, επειδή στο Βαλς του αποχαιρετισμού, στο πρόσωπο του γιατρού Σκρέτα που θεραπεύει τις γυναίκες από τη φαινομενική στειρότητά τους, εγχέοντάς τους κρυφά το δικό του σπέρμα με μία ειδική σύριγγα, διέβλεπε τα μελλοντικά μεγάλα ζητήματα, όπως η τεχνητή γονιμοποίηση και η δωρεά σπέρματος. Και όμως αυτός ο καθηγητής τον επέκρινε διότι δεν κατόρθωσε να εκφράσει το ηθικό κάλλος της δωρεάς σπέρματος. Ο Κούντερα αντέτεινε ότι δεν πρέπει να τα παίρνουμε όλα στα σοβαρά και ότι το μυθιστόρημα είναι κωμικό, προκαλώντας την απορία του συνομιλητή του «Δηλαδή, τα μυθιστορήματά σας δεν πρέπει να τα παίρνουμε στα σοβαρά;».

article23770.wl_

Ο Κούντερα έχει δώσει τις απαντήσεις του σ’ αυτό το θέμα. Το χιούμορ και η αναστολή της ηθικής αποτίμησης είναι θεμελιακά στοιχεία για ένα κείμενο που ορίζεται ως μυθιστόρημα, αναφερόμενος στις οφειλές του, τον Ραμπελαί και τον Θερβάντες. Και αυτό κάνει και με το τελευταίο του μυθιστόρημα Η γιορτή της ασημαντότητας (μτφρ. Γιάννης Η. Χάρης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2014). Βάζει έναν ήρωά του να χρησιμοποιεί τον χεγκελιανό ορισμό του κωμικού «το πραγματικό χιούμορ είναι αδιανόητο χωρίς την ατέλειωτη ευδιαθεσία, άκου καλά αυτό λέει κατά λέξη: “ατέλειωτη ευδιαθεσία”· “unendliche Wohlgemutheit”».

imagesΕπιτρέψτε μου όμως να ξαναγυρίσω στις Προδομένες Διαθήκες, τον πιο διαφανή οδηγό της λογοτεχνικής πορείας του Κούντερα, (μαζί με την Τέχνη του μυθιστορήματος) από οποιοδήποτε άλλο δοκίμιο ή κριτική που έχει γραφεί γι’ αυτόν. Λέει λοιπόν ο συγγραφέας ότι οι μεγαλύτεροι μυθιστοριογράφοι της μετά τον Προυστ περιόδου, όπως ο Κάφκα, ο Μούζιλ, ο Μπροχ και ο Γκομπρόβιτς ή από την δική του γενιά ο Φουέντες, επέδειξαν εξαιρετική ευαισθησία απέναντι στη σχεδόν λησμονημένη αισθητική του μυθιστορήματος πριν από τον 19ο αιώνα: ενσωμάτωσαν τη δοκιμιακή σκέψη στην τέχνη του μυθιστορήματος· έκαναν πιο ελεύθερη τη σύνθεση· κατέκτησαν και πάλι το δικαίωμα στην παρέκβαση· εμφύσησαν στο μυθιστόρημα το πνεύμα του μη σοβαρού και του παιχνιδιού· αποποιήθηκαν τα δόγματα του ψυχολογικού ρεαλισμού, δημιουργώντας πρόσωπα που δεν φιλοδοξούν να συναγωνιστούν (όπως στον Μπαλζάκ) την etat civil ‒τα ληξιαρχεία και δημοτολόγια· και προπαντός αντιτάχθηκαν στη δεσπόζουσα υποχρέωση να υποβάλλουν στον αναγνώστη την ψευδαίσθηση της πραγματικότητας.

Η κυριαρχία του σοβαρού, του ηρωικού, του σημαντικού, έκανε το μυθιστόρημα να δομείται στα στοιχεία που το καθιστούν αληθοφανές. Σ’ αυτή την αληθοφάνεια, ο Κούντερα προσπαθεί να δημιουργήσει ρήγματα, όπως πριν απ’ αυτόν έκανε ο Κάφκα.

Η Γιορτή της ασημαντότητας είναι αυτή η επίκληση στη ρωγμή της αληθοφάνειας. Είναι το μυθιστόρημα που ο Κούντερα μας προσφέρει στην ηλικία των ογδόντα πέντε ετών, θέλοντας να μας δείξει ότι πλέον είναι σίγουρος, πως τα μεγάλα προβλήματα της ζωής και της ιστορίας έχουν την φαιδρή τους όψη, η οποία όταν αποκλείεται από την τέχνη, αφήνεται η πραγματικότητα ακατανόητη, περίπλοκη και συρρικνωμένη στην μίζερη θνητότητά μας.

thumbnailΤο αξίωμα του μη σοβαρού, ανήκει στην τέχνη του μυθιστορήματος, όπως το ανέδειξε ο Σαλμάν Ρούσντι όταν ρωτήθηκε τι του αρέσει περισσότερο στη γαλλική λογοτεχνία. Απάντησε «ο Ραμπελαί και το Μπουβάρ και Πεκυσέ». Και ο Κούντερα εξηγεί στη Συνάντηση (μτφρ. Γιάννης Η. Χάρης Εκδόσεις, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2010) ότι ο Ρούσντι διάλεξε το Μπουβάρ και Πεκυσέ, γιατί είναι ένας άλλος Φλωμπέρ απ’ αυτόν της Αισθηματικής αγωγής ή της Μαντάμ Μποβαρύ. Γιατί είναι ο Φλωμπέρ του μη σοβαρού. Και ο Ραμπελαί, γιατί είναι ο σκαπανέας, η ιδιοφυϊα του μη σοβαρού στην τέχνη του μυθιστορήματος.

Στη Γιορτή της ασημαντότητας τέσσερις φίλοι είναι φορείς των πραγματικών πρωταγωνιστών. «Φέρουν» τις ιστορίες και υποτάσσονται στα μικρά και προορισμένα να ηττηθούν. Η γοητεία του γυμνού γυναικείου αφαλού για τον Αλαίν, το ψέμα περί καρκίνου του Ντ’ Αρντελό, η ιστορία του Σάρλ για τον Στάλιν και τις είκοσι τέσσερις πέρδικες, τη μετονομασία της πόλης του Καντ, του Κένιξμπερκ σε Καλίνινγκραντ, προς τιμήν του διοικητικού αξιωματούχου του Στάλιν, του Καλίνιν, τα «πακιστανικά» του Κάλιμπαν, το μπουκάλι αρμανιάκ και το πούπουλο που αιωρείται στο ταβάνι. Αυτά είναι τα θέματα που αποτελούν και τίτλους των επιμέρους κεφαλαίων. Ένα πραγματικό πανηγύρι του κωμικού, της λεπτής ειρωνείας («ο περίφημος….ο περίφημος… Ιμμανουέλ Καντ, ψιθύρισε ο Αλαίν»), του σαρκασμού («βλέπω ένα όλο και πιο βαθύ νόημα. Να υποφέρεις να μη λερώσεις το σώβρακό σου….Να είσαι οσιομάρτυρας της καθαριότητάς σου»), της μη αποδοχής της αληθοφάνειας (κάπου οι φίλοι μιλάνε για τον εαυτό τους «ο κύριος που μας επινόησε» εννοώντας το συγγραφέα).

KUNDERA GELIO COVERΗ ασημαντότητα κυριαρχεί στο βιβλίο, όπως κυριαρχούσε στις διάφορες ενότητες η λήθη στο Βιβλίο του γέλιου και της λήθης. Δεν πρέπει να εκληφθεί όμως η ασημαντότητα στο έργο αυτό ως μία ελαφρότητα της ύπαρξης. Το έργο είναι βαθύτατα υπαρξιακό. Γράφηκε για να τονίσει πόσο σημαντικό είναι να καταλάβουμε και ν’ αγαπήσουμε την τυχαία συνθήκη που λέγεται άνθρωπος. Το τυχαίο συμπορεύεται με το ασήμαντο. Σ’ αυτόν τον τόπο λείπουν οι σκοποί, λείπουν οι κανόνες της αναγκαιότητας. Άρα λείπουν οι ηρωισμοί. Οι φίλοι του Κούντερα δεν συγκρούονται, δεν πολεμούν για κάποια ιδέα. Υπάρχουν όμως· αλλιώς. Στο πρόσωπο του Αλαίν και της αναζήτησης της μητρότητας, βρίσκουμε συγκεντρωμένη όλη την αγωνία της ύπαρξης. Η πρώτη ανάφαλη γυναίκα η Εύα, είναι η ρίζα ενός δέντρου από λώρους/κλαδιά, η καταγωγή, η υπόσταση και στο τέλος η απογοήτευση. Η φαντασία του Αλαίν βάζει τη μητέρα του να λέει: «δεν ονειρευόμουν την ολοκλήρωση της ανθρώπινης ιστορίας, την κατάργηση του μέλλοντος, όχι, όχι, ήθελα μόνο την πλήρη εξαφάνιση των ανθρώπων μαζί με το μέλλον τους και το παρελθόν τους, με την αρχή και το τέλος τους, με όλη τη διάρκεια της ύπαρξής τους, με όλη τους τη μνήμη, με τον Νέρωνα και τον Ναπολέοντα, με τον Βούδα και τον Ιησού, ήθελα το απόλυτο ξεθεμελίωμα του δέντρου, που ρίζωνε στη μικρούτσικη, ανάφαλη κοιλιά μιας πρώτης ανόητης, γυναίκας, που δεν ήξερε τι έκανε και τι φρικαλεότητες θα στοίχιζε η άθλια συνουσία της, που σίγουρα δεν της είχε δώσει την παραμικρή ηδονή…».

300_11902367Σε μία ανάλυση της χρονικότητας και της τοπογραφίας των μυθιστορημάτων του Κούντερα, ο Φρανσουά Ρικάρ, (Το τελευταίο απόγευμα της Αννιές. Δοκίμιο για το έργο του Μίλαν Κούντερα, μτφρ. Γιάννης Κιουρτσάκης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005,), θεωρεί ότι από την εγκατάσταση του Κούντερα στο Παρίσι και μετά, τα μυθιστορήματα που γράφηκαν στο τέλος της δεκαετίας του ’70 και στο τέλος της δεκαετίας του ’80 (δηλαδή το Βιβλίο του γέλιου και της λήθης, Η αβάσταχτη ελαφρότητα του Είναι και Η Αθανασία), είναι αφηγήματα ήττας ή εγκατάλειψης, στα οποία το ουσιαστικό μέρος της ζωής του προσώπου εκτυλίσσεται πέρα από την επιθυμία και την περιπέτεια ή στο περιθώριό τους. Ιδίως στην Αθανασία, η Ανιές λέει: «Πώς να ζήσει κανείς σ’ έναν κόσμο με τον οποίο δεν συμφωνεί; Πώς να ζήσει με τους ανθρώπους όταν δεν μπορεί να οικειοποιηθεί ούτε τα βάσανα ούτε τις χαρές τους; Όταν δεν ξέρεις να είσαι ένας απ’ αυτούς;».

Είναι ο Κούντερα λοιπόν μηδενιστής; Έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στον Άνθρωπο; Δεν νομίζω. Η γιορτή της ασημαντότητας έρχεται να προσθέσει αυτό που ίσως δεν αναπτύχθηκε στα προηγούμενα μυθιστορήματά του. Τη συμφιλίωσή μας με το «είναι». Με το ατομικό «είναι» που συνθλίβεται από το βάρος των συλλογικών αξιών, των συλλογικών κριτηρίων ποιότητας, των συλλογικών κοινωνικών ρευμάτων. Το ρέμα της ιστορίας είναι ορμητικό και ταχύ και δεν το προλαβαίνει ο «σύγχρονος» άνθρωπος. Η ομοιομορφία του αφαλού ως σύμβολο του ερωτικού πόθου, μπορεί να σημαίνει την έκπτωση από την ατομικότητα στην επανάληψη, σημαίνει ωστόσο και το μέλλον, την διαιώνιση. Η δόξα του ξεχωριστού, η απόλαυση της ιστορίας στους κήπους της, βρίσκεται στην μόνη ιδιαιτερότητα του καθενός· την προσφιλή του ασημαντότητα.

Ο Κήπος του Λουξεμβούργου (Jardin du Luxembourg) είναι ίσως το πιο δημοφιλές πάρκο στο Παρίσι. Βρίσκεται κοντά στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Στο κέντρο του πάρκου υπάρχει η λίμνη Grand Bassin, και γύρω από αυτήν πολυάριθμα αγάλματα, ανάμεσα τους και το άγαλμα της Saint-Geneviève προστάτιδας του Παρισιού.

Σ’ αυτόν τον Κήπο, ο Κούντερα βάζει τους φίλους να περιφέρονται αστειευόμενοι, ανώνυμοι για τους πολλούς άλλους· ανάμεσα στ’ αγάλματα, τα βαριά χνάρια της ιστορίας, ανάμεσα στην Μαρία των Μεδίκων και τη Βαλεντίνα του Μιλάνου και άλλων βασιλισσών της Γαλλίας. Ανάμεσα στη μοχθηρία, στις αιματοβαμμένες νίκες και στις δυστυχίες. Ανάμεσα στα γέλια των παιδιών και στις μυρωδιές. Ανάμεσα στον Στάλιν και στον Κολίνιν, που σπάσαν το εμπάργκο της αληθοφάνειας (και τα δημοτολόγια και ληξιαρχεία), και βρέθηκαν και αυτοί στον Κήπο. Ανάμεσα στο φάντασμα της μητέρας του Αλαίν, που γελά και αυτή ευτυχισμένη και χαρούμενη· η απόλυτη συμφιλίωση. Η σημαντική κατανόηση της ασημαντότητας.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

milan-kundera-570

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη