frear

Για τα «Χαράγματα» του Αιμίλιου Βέζη – γράφει η Σωτηρία Καλασαρίδου

Αιμίλιος Βέζης, Χαράγματα, Πόλις, Αθήνα 2015.

Με ποιον τρόπο μπορεί η ποίηση να ανασημασιοδοτήσει ριζικά την ύπαρξη και να διασφαλίσει την ηθική υπόσταση του χειμαζόμενου από τη φθορά ανθρώπινου γένους; Με ποιο κόστος η διατήρηση της Μνήμης ως δικλείδα ασφαλείας του ανθρώπου ως όντος μπορεί να σημάνει την καταγγελία του «χαμένου παραδείσου» της κοινωνικής ειρήνης και την απόπειρα εμβάπτισης της ποίησης στα άδυτα ενός ευρύτερου υπέρ-χρονικού συλλογικού φαντασιακού; Τα κεντρικά ερωτήματα που απορρέουν από την ποιητική συλλογή του Αιμίλιου Βέζη Χαράγματα δεν είναι απλά και μόνο υπαρξιακά, αλλά παλινδρομούν αρμονικά ανάμεσα στην εμπράγματη μεταφυσική και μια βαθιά επίγνωση της κοινωνικής πραγματικότητας.

Ένα στίγμα αυτο-αναφορικότητας της ποιητικής συλλογής υπογραμμίζεται με το ποίημα «Ανταπόκριση» που κρατά θέση εισαγωγής με χαρακτήρα προμετωπίδας, θα έλεγε κανείς, στο βιβλίο. Διαβάζουμε: Τα ποιήματα είναι/ Πέτρες πεταμένες απ’ την προβλήτα/ Σάλπιγγες της αποκαλύψεως/ Στο ζοφερό μεσουράνημα/ Του σκότους και του πυρός/(…) Τα ποιήματα είναι/ Ο θεσμός του απόλυτου/ Που εξανεμίζει τον τόπο/ Που διαρρηγνύει τον χρόνο/ Που ραγίζει το κενό/. Οι εν λόγω στίχοι προοικονομούν, όχι μόνο το sine qua non στοιχείο καταφυγής της ποίησης σε ένα μη προσδιορισμένο και γι’ αυτό πεπερασμένο χωροχρονικό φαντασιακό, αλλά και την ανάδυση ενός «καταγγελτικού» ποιητικού ρόλου με υιοθέτηση του γλωσσικού ιδιώματος μιας οιονεί θρησκευτικής αποκάλυψης.

33362lΗ ποιητική συλλογή διαιρείται σε τέσσερα ευδιάκριτα μέρη με σαφή διαχωριστικά περιγράμματα τους τίτλους κάθε ενός από αυτά: «3η χιλιετηρίδα μ.Χ», «μεταίχμιο», «σχεδόν 200 χρόνια μετά», και «χρέος». Το ερώτημα που αναδύεται εύλογα εδράζεται στο νήμα ή καλύτερα στους νοηματικούς αρμούς που συνέχουν τα εν λόγω κομμάτια και συντείνουν καταλυτικά τόσο στην απάντηση των προαναφερθέντων ερωτημάτων όσο και στη διασφάλιση του υπεσχημένου από το εισαγωγικό ακόμη ποίημα καταγγελτικού λόγου της ποιητικής συλλογής. Τα ποιήματα ‒κάποια κομμάτια δείγματα της μικρής φόρμας, κάποια άλλα λίγο περισσότερο εκτενή‒ είναι στο σύνολό τους γραμμένα σε ελεύθερο στίχο, ταυτόχρονα είναι και φορείς εσωτερικής ρυθμικότητας. Στη συγκρότηση της ρυθμικότητας συμβάλλουν οι εκούσιες επαναλήψεις λέξεων εν είδει μότο, οι παρεπόμενες συνηχήσεις που δημιουργούνται από την περιοδική εμφάνιση στο ίδιο ποίημα ή και στην ίδια στροφή φράσεων και λέξεων, αλλά και το στακάτο των ανεπιτήδευτων γλωσσικά στίχων.

Ένα ακόμη από τα κεντρικά χαρακτηριστικά της εν λόγω συλλογής είναι πως τα τέσσερα μέρη που τη συναρμόζουν αφενός συγκροτούν μια ενιαία νοηματική αλληλουχία αφετέρου κάθε ένα από αυτά διαθέτει ποιητική αυτονομία και αυθυπαρξία. Ένα πρώτο στοιχείο ωστόσο, το οποίο λειτουργεί ως ιδεολογική συγκολλητική ουσία μεταξύ των μερών είναι η έννοια της Μνήμης, έννοια που εμφανίζει πολλαπλά ιδεολογικά ημιτόνια: α) η αντίστιξη ανάμεσα στη Μνήμη και στη Λήθη, β) ο επισφαλής δεσμός Μνήμης και πραγματικότητας, γ) η εξίσωση της διατήρησης της Μνήμης με αυτήν της ζωής, δ) ο συσχετισμός της Μνήμης με μια προϊούσα φθορά και, ε) η στυφή επίγευση της ανάμνησης και ενίοτε η δαιμονοποίησή της. Διαβάζουμε, επί παραδείγματι, στο ποίημα «Βαλκανικό τοπίο»: (…) Η μνήμη κρύβεται στις παρυφές της γνώσης/ Την κυνηγούν βόμβες που σελαγίζουν/ Σφαίρες που δραπετεύουν/ Λεπίδια αστραφτερά/ Και συ πρέπει να τα θυμάσαι όλα/ Για να μείνουν ζωντανά/ Κι η μέρα θα ’ρθει γιατί θα ’ρθει/ Που θα σου τα πάρουν όλα/ Μνήμη Γνώση Εικόνες των απολεσθέντων/ Και συ δεν θα θυμάσαι τίποτε/ (…) Φαντάσματα/ Οι μόνοι κάτοικοι της Γης/.

Συστατικό στοιχείο της ποιητικής συλλογής αποτελεί και η έννοια του κατακερματισμένου χρόνου του κόσμου που συνυφαίνεται νοηματικά με τη φθορά του. Η χρονική απροσδιοριστία, ο συγκεχυμένος χρόνος του ρολογιού και η πολτοποίηση Αορίστου, Ενεστώτα και Μέλλοντα σε ένα χρονικό ασυνεχές, αμβλύνει εσκεμμένα το χρονικό κριτήριο του αναγνώστη: αίσθηση ενός ατέρμονου ζοφερού παρόντος, εικόνες φθοράς και πολέμων του παρελθόντος, ή μια σειρά δυστοπικών μελλοντικών σκηνών; Η απάντηση μετεωρίζεται τη στιγμή που το ποιητικό υποκείμενο αναζητεί τον χαμένο χρόνο της ύπαρξης σε συνάρτηση με τη ματαιωμένη εγκόσμια Εδέμ.

Ο λανθάνων εσχατολογικός χαρακτήρας του τρίτου μέρους της ποιητικής συλλογής είναι διαπεραστικός, στον βαθμό που συνυφαίνεται άρρηκτα με μια εφιαλτική δυστοπία. Οι επιγενόμενοι ‒τα μελλοντικά ανθρώπινα πλάσματα‒ βιώνουν έναν διαβαθμισμένο πόλεμο, καθώς συγχρωτίζονται και συμβιώνουν με ρομπότ ή μηχανές που αλέθουν τη μοίρα τους, οδεύοντας ακούσια σε ένα είδος αφανισμού. Ο περιγραφόμενος μέλλων χρόνος ‒«200 χρόνια μετά»‒ που γραμματικά εντούτοις εκφέρεται με τη χρήση του Ενεστώτα, αλλά και η αναφορά σε τέρατα με την παράλληλη χρήση μιας γλώσσας με στοιχεία θρησκευτικής αποκάλυψης, επιτείνουν την εσχατολογική διάσταση του βιβλίου. Διαβάζουμε: Λάμιες που ξεπηδούν σ’ αλλόκοτες νυχτιές/ Και σπέρνουνε τον τρόμο/ Μορμολύκεια βυθισμένα ξεπετάγονται/ Με νόριες μυστικές/ Και χύνονται στον δρόμο/ Κρότοι μεταλλικοί έρχονται/ Από μηχανών βροντοκλαγγές / Και στήνουνε τον θρόνο /(…).Τι είναι αυτό που απειλεί την ανθρώπινη ύπαρξη προοιωνιζόμενο το τέλος του κόσμου και σε ποιον βαθμό η ολοκληρωτική καταστροφή που ελλοχεύει μοιάζει να είναι αναπόδραστη; Και πώς τελικά δύναται να στεγανοποιηθεί το θλιβερό μεν παρόν από ένα ωστόσο ζοφερότερο μέλλον του κόσμου; Έχω την αίσθηση ότι ο ποιητής επιδιώκει την προσφυγή στην κρύπτη της ανθρώπινης Μνήμης και δή σε μια ιδιότυπη Μνήμη του ποιητή που δεν εγκυστώνεται από την πνιγηρή πραγματικότητα αλλά αντίθετα την εγκυστώνει, την υπερβαίνει και την επαναπροσδιορίζει, αφού μετουσιωμένη σε Λόγο ποιητικό, μπορεί να ανθίσταται στην περιρρέουσα κοινωνική παθογένεια, διαφορίζοντας την ανθρώπινη ύπαρξη από άλλες μορφές ζωής.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Στη φωτογραφία, το στούντιο του Andrew Wyeth φωτογραφημένο από τον Carlos Alejandro.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη