frear

Ειδομένη – του Λάζαρου Αργυρίου Βλαχόπουλου

Οι παππούδες μας πρόσφυγες, οι γονείς μας μετανάστες… εμείς αδιάφοροι, δεν γίνεται! (δεν είναι και έξυπνο). Ζούμε και πάλι μετακινήσεις πληθυσμών (αν υποθέσουμε πως σταμάτησαν ποτέ στη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας). Τα σύνορα είναι μόνο γραμμές στο χάρτη όταν η χρεία και η οδύνη περισσέψουν.

Είναι πολύ σημαντικό, πολύ οδυνηρό (σαν γέννα…) και συμβαίνει πολύ κοντά μας για να μπορούμε να αδιαφορήσουμε (δεν τίθεται καν θέμα «θέλουμε» δεν «θέλουμε»). Στην Ειδομένη κλείνει όχι το έργο μα μόνο μια πράξη του δράματος, κι αυτό με την αποχώρηση μιας ακόμη ομάδας για τα Σκόπια (πόσες ακολουθούν; Κανείς δεν ξέρει. Πολλές, αυτό μόνο γνωρίζουμε).

Στην Ειδομένη, ένα μικρό χωριό που επιφορτίστηκε ένα τεράστιο βάρος, φτάνουν άνθρωποι λογιών-λογιών αφού στη χώρα μας έχουν συναντήσει επίσης ανθρώπους λογιών-λογιών. Όπως σε κάθε δύσκολη στιγμή κι αυτή η «μετανάστευση» βγάζει μέσα από τους ανθρώπους ό,τι καλύτερο ή ό,τι χειρότερο έχουν.

Έτσι συναντάμε μετανάστες που άλλοι παλεύουν μόνο για τον εαυτό τους και για (ό,τι) στόχους και σκοπούς έχουν, κι άλλοι βοηθούν τους γύρω τους ώστε κάπου να φτάσουν όλοι μαζί. Συναντάμε και μη μετανάστες (Έλληνες, αλλά κι άλλους) που θέλουν να βοηθήσουν ή να εκμεταλλευτούν την περίσταση και να πλουτίσουν. Κι ανάμεσα στα δύο άκρα… όλα τα είδη.

Το 80+ % των ανθρώπων που φτάνουν στην Ειδομένη είναι οικογένειες, νοικοκυραίοι, καλός κόσμος, ξεριζωμένος, που ψάχνει να ριζώσει κάπου καλύτερα (ή που νομίζει καλύτερα, το ίδιο είναι σε αυτή τη φάση). Δεν θέλουν να μείνουν εδώ, ξέρουν πως είμαστε ήδη δύσκολα, άσε που είμαστε πολύ κοντά και σαν τον πολύπειρο παππού, στα μέρη μας οσμίζονται την καταιγίδα. Θέλουν να φτάσουν εκεί που δεν «μυρίζει» κίνδυνο, εκεί που δεν ξέρουν «τι είναι κουπί» κατά τον μύθο με τον Οδυσσέα…

Φτάνουν περπατώντας –πόσο έχουν περπατήσει;– με ένα σακίδιο στην πλάτη ο καθένας, ακόμα και τα πολύ μικρά παιδιά. Από όσα τους δώσουμε, ρούχα, τρόφιμα κάθε λογής είδος πρώτης ανάγκης, τα μισά μπορεί να τα πετάξουνε μόλις στον αέρα οσμιστούν πάλι το σήμα «ξεκινάμε». Μπορεί και να θυμώσουμε που πετάν την προσφορά μας… αλλά τι προσφορά είναι αν την δίνουμε καταναγκαστικά; Τι ξέρουμε εμείς για τις ανάγκες τους; Πώς εμείς ορίζουμε τα είδη πρώτης ανάγκης; Σαμπουάν; Μαλακτικό μαλλιών; Ενυδατική νυκτός; Πόσο διαφέρουν οι ανάγκες μας! Πώς θα ζήσω χωρίς ηλεκτρικό και τρεχούμενο (ζεστό) νερό;

–αυτός λέει: πώς θα ζήσω; (τέλος)

Εμείς θα δίνουμε ότι μπορούμε κι αυτοί θα παίρνουν ό,τι νιώθουν πως θέλουν…

Τα παιδιά, έχουν ένα μούχρωμα βαθιά στα μάτια που σε γονατίζει. Θες τόσο, όσα σπουδαία επιστημονικά ξέρεις, να μπορούσαν να τα πάρουν. Οι μεγάλοι αντέχουν, ακόμα, έχουν στα μάτια ένα όραμα που τους οδηγεί. Τη γη της επαγγελίας (ή έστω του επαγγέλματος). Τα παιδιά; Πού είναι το σπίτι, οι φίλοι, το σχολείο, η γιαγιά; Πού είναι ο κόσμος τους; Γιατί δεν είναι εδώ; Τι είναι όλα αυτά και όλοι αυτοί;

Ναι, πήγα να βοηθήσω με υπολογισμό. Η πατρίδα μου, μικρή και φτωχή (κι ακόμα πιο μικρή και φτωχή και λόγω ανικανότητας), δεν μπορεί να τους αγκαλιάσει, αλλά –σκέφτηκα– μπορεί να τους ξεπροβοδίσει. Όμορφα, ανθρώπινα. Ο παππούς μου έλεγε «έχω ένα ποτήρι νερό για κάθε ξένο κι ένα ποτήρι κρασί για κάθε φίλο περαστικό».

Τους μιλάμε, καταλαβαίνουν, αρκεί να τους μιλάμε από καρδιάς. Τα παιδιά ακόμα καλύτερα. Κάποιος με ρώτησε «πώς θα μιλάς με τα παιδιά», γιατί; Με τα παιδιά πώς μιλάμε; Με λόγους, διαλεκτική και επιχειρήματα; …ίσως κι έτσι, αλλά κυρίως με την καρδιά… τουλάχιστον μέχρι να τα διαβρώσουμε μετά, «με τη φωνή της λογικής».

Να φύγουν, αλλά αφού έχουν ξαποστάσει και μετά και κάτι για το δρόμο… Μια ανάσα, ένα χαμόγελο.

Τα δύσκολα είναι ακόμα μπροστά. Τι θα γίνει όταν τα βορειότερα σύνορα κλείσουν; Τι θα γίνει αν το κακό στις πατρίδες τους δεν πάψει;

Η ανάγκη τους ίσως μας υπερβαίνει σε πρακτικό επίπεδο (κι αν δεν μας υπερβαίνει ακόμα, θα μας υπερβεί), αλλά δεν πρέπει να μας πνίξει. Ένα κομμάτι ψωμί, λίγη υπομονή, έναν καλό λόγο, ένα χαμόγελο και εσωτερική προετοιμασία, και επαγρύπνηση, από κοντά για να μην πέσουμε πάλι από τα σύννεφα.

Η Ελλάδα είναι πάντα στο σταυροδρόμι, είναι πάντα στο γείσο των καιρών και για άλλη μια φορά θα δεχθεί το τσουνάμι όχι του νερού, αλλά του πόνου. Μέχρι τότε, σαν τον τζίτζικα, τραγουδάμε και λέμε μήπως να κάνουμε κι ένα δημοψήφισμα για το… ποιες εκλογές ήταν οι καλύτερες.

Και κάποιος θα πει: και τι να κάνουμε; Δεν ξέρω, έστω να μην κάνουμε πως δεν το βλέπουμε… σαν άτομα, σαν λαός, σαν πολιτεία. Το να πατάμε γερά στον αέρα είναι γοητευτικό, αλλά πόσο είναι και χρήσιμο;

Λάζαρος Αργυρίου Βλαχόπουλος
Σύμβουλος Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

prosfyges-metanastes-eidomeni2

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη