frear

Η θεία Κούλα – της Ελένης Κοφτερού

Καμιά φορά με κατακλύζει μια εικόνα τρυφερής αναπόλησης. Το χέρι μου φωλιασμένο μέσα στο δικό της. Η διαδρομή απ’ το σπίτι στο νηπιαγωγείο περνά χοροπηδητά μέσα απ’ το κεφάλι μου, όπως έκαναν τα μόλις 5,5 χρόνων ισχνά της πόδια. Συχνότερα, απελπιστικά συχνά, μια σκούρα ανοίκεια και βλοσυρή εικόνα με κάνει να τρίβω τα μάτια μου, να προσποιούμαι κάτι επείγον, να φεύγω σαν κυνηγημένη μήπως ξεκουμπιστεί κι αυτή. Δεν φεύγει όμως. Κουρνιάζει στο δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου μου και το λεηλατεί με ζοφώδη επιμονή. Και τότε, το αριστερό ημισφαίριο ‒αυτό που κοντρολάρει τη γλώσσα, τις λέξεις, τη λογική σκέψη‒ συρρικνώνεται, παραχωρεί και τον δικό του χώρο για να μπορεί η θεία Κούλα που βρίσκεται καθισμένη σε μια κούνια, μόνη της στο κατασκότεινο πάρκο, να κουνιέται με άνεση μέσα στο κεφάλι μου. Τα μάτια της είναι πρησμένα και τα δάκρυα ακολουθούν την κατωφέρεια της ελληνικής μύτης και των λεπτών ζυγωματικών, αλλά αμέσως μετά, κόντρα στη βαρύτητα, μουσκεύουνε το αρυτίδωτο μέτωπο, όταν η κούνια ανεβαίνει ψηλά κι η θεία Κούλα σκίζει με τα πόδια τον αέρα, βυθίζει τα λεπτά της πέδιλα στα σκούρα σύννεφα που έχουν κι αυτά εισβάλει στον εγκέφαλό μου. Η θεία Κούλα αιωρείται και κλαίει. Γραπώνει με δύναμη την αλυσίδα. Οι παλάμες της ματώνουν. Το αίμα αναμιγνύεται με τη σκουριά. Η θεία Κούλα εντείνει την ώθηση. Η κούνια ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά, το φεγγάρι δε θέλει να τη βλέπει ‒χώνεται αμέσως στα μαύρα σύννεφα‒ κι έτσι, με σύμμαχο το απόλυτο σκοτάδι, η θεία Κούλα ελευθερώνει τα χέρια της υπακούοντας αδιαμαρτύρητα στο νόμο της βαρύτητας. Η θεία Κούλα ξέρει από μικρή ότι οι νόμοι φτιάχτηκαν για να τους υπακούμε. Υπακούοντας στον πατέρα της είχε παντρευτεί τον θείο Άκη. Τον θείο με τα λαχούρια. Έτσι τον φώναζε ο μπαμπάς. «Ο Άκης με τα λαχούρια». Εγώ τότε δεν ήξερα τι είναι τα λαχούρια κι όλο ρωτούσα τον μπαμπά. Εκείνος δεν απαντούσε, αφού ποτέ δεν άκουγε τις ερωτήσεις μου. Η θεία Κούλα τραμπαλίζεται μέσα στο κεφάλι μου κι εγώ ζαλίζομαι, δεν έχω γλιτωμό, παρά μόνο όταν λιποθυμώ, όπως γίνεται κάθε φορά που η θεία Κούλα έρχεται για να πεθάνει στο κεφάλι μου μέσα.

Κι όλο ρωτάω τον θεραπευτή μου ‒μα απάντηση δεν έχω πάρει πέντε χρόνια τώρα που διαρκούν οι συνεδρίες‒ γιατί έρχεται αυτή να με ταλαιπωρήσει κι όχι ο θείος Άκης, για τον οποίο προσευχόμουν κάθε μέρα να πεθάνει από τη μέρα που άκουσα κρυφά τη μαμά ανάμεσα στους λυγμούς της να φωνάζει στον μπαμπά κάτι για ιατροδικαστή και κακώσεις που προκλήθηκαν απ’ την πτώση, απαιτώντας σπαραχτικά να μετακομίσουμε. Δεν αντέχει να μοιράζεται τον κήπο μας μ’ αυτόν, να τον βλέπει στην απέναντι βεράντα, δήθεν θλιμμένο, με τα λαχούρια του.

Οι προσευχές μου, βέβαια, άργησαν λίγο να εισακουστούν, αλλά σημασία έχει ότι τελικά κάποιος τις άκουσε. Ήταν εκείνο το πρωινό που δεν πήγα σχολείο, γιατί είχα την πρώτη μου λιποθυμία. Η μαμά έπρεπε να πάει στο φαρμακείο. Τον είδα να βγαίνει απ’ το σπίτι ντυμένος κομψά. Το λαχουρένιο φουλάρι, φίδι μεταξωτό, ξεκουραζόταν στον λαιμό του. «Ήρθε μια γριά απ’ την πόλη κι έφερε το θάνη-θάνη, παναγίτσα να πεθάνει, παναγίτσα να πεθάνει, να πεθάνει…» πρόλαβα να τραγουδήσω σιωπηλά, αντικαθιστώντας τη «χάση», με τη «θάνη» ‒λέξη δικής μου επινοήσεως για να βγει το τραγουδάκι, ν’ αποκτήσει ρίμα η επιθυμία η ακατανίκητη‒ που τότε ακόμη δεν γνώριζα ότι, ένα βηματάκι μόνο να κάνει η οξεία της, σημαίνει αποθαμός και εκδημία.

Δεν είχε κατέβει εντελώς το κεφαλόσκαλο, όταν το σώμα του έγειρε κάπως δεξιά, αφήνοντας στη μέση μια άχαρη μισή πιρουέτα κι αμέσως μετά σωριάστηκε μπροστά στο παρτέρι με τις τριανταφυλλιές. Το περίτεχνο δέσιμο του φουλαριού κακοποιήθηκε κάπως, ενώ τα λαχούρια έχασκαν απορημένα. Έτρεξα κατευθείαν δίπλα του. Τα μάτια του εμβρόντητα, γουρλωμένα, δεν άφηναν να φανεί ξεκάθαρα η παράκληση: «Βοήθεια!» κατάφερε να ψελλίσει με μεγάλη προσπάθεια, αλλά αρκετά καθαρά, οφείλω να ομολογήσω, για κάποιον που μόλις είχε υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου. Τον κοίταζα σιωπηλή παρατηρώντας τις συσπάσεις, καθώς το άκαμπτο πρόσωπο του θανάτου έπαιρνε τη θέση του παλιού, σχεδόν πάντα χαμογελαστού, προσώπου του θείου Άκη. Το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου του σταμάτησε να τον υπακούει, οι φωνητικές του χορδές ατόνησαν μέχρι τα μάτια να πάρουν το πετρωμένο χρώμα του τέλους.

Η νοσηρή ευχαρίστηση της εκδίκησης άνοιξε την όρεξή μου για παιχνίδι. Ξεκίνησα το κουτσό από το πρώτο τετραγωνάκι που είχε περιφράξει ο μπαμπάς με κόκκινη λαδομπογιά στα πλακάκια του κήπου, ένα σχεδίασμα που αν κάποιος το έβλεπε από ψηλά, έμοιαζε με προβολή μικρού λαβύρινθου. Με το αριστερό μου πόδι να σχηματίζει ένα ανάποδο Γ και με το ελαφρύ καλοκαιρινό αεράκι να με ανατριχιάζει με πρωτόγνωρο τρόπο, έριξα όλο το βάρος στο δεξί χοποπηδώντας από τετραγωνάκι σε τετραγωνάκι εκτελώντας την αρχέγονη διαδρομή μιας πρόωρης ενηλικίωσης. Αντί για αίμα, ανάμεσα στα πόδια μου κόκκινες λωρίδες φτηνής λαδομπογιάς. Καμιά τελετουργία ‒έστω ακούσια‒ δεν γίνεται σωστά χωρίς τραγούδι κι εγώ φρόντισα και γι’ αυτό. Στο ένα πόδι, με το κεφάλι ψηλά χαζεύοντας κάτι μικρά αδύναμα σύννεφα που ένας θεός ξέρει από πού ξεφύτρωσαν μια τέτοια ηλιόλουστη μέρα, τραγούδησα δυνατά το «μικρό καράβι» στο οποίο εντρύφησα στο νηπιαγωγείο μα το είχα απαρνηθεί, αφού ήμουν πλέον μια άριστη και σοβαρή μαθήτρια της πέμπτης δημοτικού… «Ήταν ένα μικρό καράβι, που ήταν α α α α αταξίδευτο, που ήταν α α α αταξίδευτο», καθώς ο θείος Άκης ξεψυχούσε. Η καμπανιστή φωνή μου υψώθηκε προς τον ουρανό τρομάζοντας εκείνα τα σύννεφα που έσπευσαν να διαλυθούν. Για κάμποσα λεπτά αντηχούσε σ’ ολόκληρο τον κήπο ρυθμικά: «Να δούμε ποιος, ποιος, ποιος θα φαγωθεί, να δούμε ποιος ποιός ποιος θα φαγωθεί, οε, οε, οε, οε……»

Αρκετά χρόνια μετά διάβασα την «Κυρία Κούλα», του Μένη Κουμανταρέα, και σιγουρεύτηκα ότι ήταν εκείνη. Η δική μου θεία Κούλα. Ένας άγγελος που ερωτεύτηκε μέσα στον ηλεκτρικό.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Οι φωτογραφίες είναι των Sebastian Luczywo (πάνω) και Garry Winogrand.]

Garry Winogrand

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη